Τρίτη 21 Ιουλίου 2009

Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ: ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΜΕΤΡΗΣΗΣ

Συνδιευθυντής, Παρατηρητήριο Μετανάστευσης στη ΜεσόγειοUEHR, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1) ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

2) ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΣΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ

(α) Η έννοια της ένταξης των μεταναστών
(β) Ποιος είναι μετανάστης;
(γ) Πολιτική της ΕΕ για την ένταξη των μεταναστών
(δ) Παρακολούθηση της ένταξης μεταναστών

3) ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ
(α) Μετανάστευση και ένταξη: Η Ευρωπαϊκή εμπειρία
(β) Η επιχειρηματικότητα στα πλαίσια εθνικών ομάδων ως στρατηγική ένταξης
(γ) Πρόσφατες συγκριτικές προσεγγίσεις του θέματος της ένταξης μεταναστών
(δ) Επιλογές πολιτικών ένταξης
(ε) Χαρακτηρισμός της Διαδικασίας Ένταξης

4) ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

5) ΔΕΙΚΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
(α) Νομική ένταξη
(β) Αγορά εργασίας
(γ) Θέματα στέγασης και αστικού περιβάλλοντος
(δ) Παιδεία και γλώσσα
(ε) Υγεία και κοινωνικές υπηρεσίες
(στ) Κοινωνική και πολιτιστική ένταξη
(ζ) Εθνικότητα, πολιτογράφηση, σεβασμός στη διαφορά

6) ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

1) ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ

Από το 2001 η Ελλάδα θεωρείται χώρα με σημαντικό πληθυσμό μεταναστών, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν έρθει τα προηγούμενα δέκα χρόνια. Η Απογραφή του 2001 κατέγραψε 797.000 πρόσωπα που δεν είχαν την Ελληνική ιθαγένεια, από τα οποία τα 650-700.000 περίπου ήταν πολίτες τρίτων χωρών και δεν ήταν Ελληνικής καταγωγής. Το 2003 τα δημόσια σχολεία φιλοξενούσαν περίπου 130.000 ξένα παιδιά (από τα οποία τα 32.000 ήταν Ελληνικής καταγωγής), δηλ. το 11% των εγγραμμένων στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και το 8% των εγγραμμένων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη Απογραφή και άλλα διαθέσιμα στοιχεία, οι μισοί σχεδόν από τους μετανάστες στην Ελλάδα ζουν στη μητρόπολη των Αθηνών (Αττική). Περίπου 206.000 Αλβανοί (από 444.000 σε όλη την Ελλάδα) δηλώνουν την Αττική ως τόπο κατοικίας τους, αποτελώντας το 55% των μεταναστών στην περιοχή – το ίδιο ποσοστό που ισχύει και για όλη τη χώρα. Επιπλέον, η αναλογία των μεταναστών στον πληθυσμό της Αττικής είναι περίπου 11%, έναντι 7,3% για όλη τη χώρα. Πάνω από το 80% των μεταναστών προέρχεται από λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. Έτσι η Αθήνα, όπως και όλες οι πόλεις-προορισμοί μεταναστών στον κόσμο, φέρει τώρα την άμεση υποχρέωση να αξιολογήσει τα φαινόμενο, να το καταγράψει, και να νομοθετήσει σχετικά, ώστε να μπορέσει να χειριστεί τον νέο, μεγάλο πληθυσμό μεταναστών που φιλοξενεί.

Οι βασικοί στόχοι της παρούσας Έκθεσης είναι τρεις:
· Παρουσίαση των διαθέσιμων στατιστικών και άλλων δεικτών για την ένταξη των μεταναστών στην Αθήνα
· Διατύπωση πλαισίου ανάλυσης προς αξιολόγηση αυτών των δεικτών
· Εντοπισμός των πεδίων για τα οποία δεν υπάρχουν στοιχεία, ή για τα οποία τα διαθέσιμα στοιχεία είναι χαμηλής ποιότητας

Οπλισμένοι με αυτές τις πληροφορίες, ελπίζουμε στη συνέχεια να διατυπώσουμε πειστικά επιχειρήματα για την εδραίωση ενός μονίμου Παρατηρητηρίου της ένταξης των μεταναστών στην Αθήνα. Μόνο με στατιστικά στοιχεία, μελέτες και αξιολογήσεις υψηλής ποιότητας μπορούν οι πολιτικές αρχές και οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί να ανταποκριθούν στον χειρισμό της αναπόφευκτα δύσκολης μετάβασης που διέρχεται η Ελλάδα, και η Αθήνα ειδικότερα, κατά την προσαρμογή και τη φιλοξενία ενός νέου, μεγάλου πληθυσμού μεταναστών.

Στην παρούσα Έκθεση, εξετάζω πρώτα τα προβλήματα ορισμού που περιβάλλουν την ένταξη μεταναστών, καθώς και τις πρόσφατες πρωτοβουλίες της ΕΕ για το θέμα. Στη συνέχεια, στην Ενότητα 3, παρουσιάζονται ορισμένες από τις σημαντικότερες ακαδημαϊκές και επιστημονικές θεωρήσεις – σχεδόν όλες από τις οποίες προέρχονται από την εμπειρία της Βορείου Αμερικής και της Βορείου Ευρώπης. Στην Ενότητα 4 προτείνω ένα πλαίσιο για την ανάλυση των στοιχείων, με χρονική προσέγγιση που επικεντρώνει στα τρία στάδια της ένταξης. Προτείνονται επτά ευρεία πεδία ένταξης μεταναστών, καθώς και στατιστικοί και άλλοι δείκτες. Η Ενότητα 5 εντοπίζει τους διαθέσιμους δείκτες για την Αθήνα ή την Ελλάδα. Στην τελευταία ενότητα παρουσιάζεται μία προσωρινή αξιολόγηση της προόδου που έχει σημειωθεί στην ένταξη των μεταναστών, καθώς και η ανάγκη ανάπτυξης στατιστικών και άλλων δεικτών.

2) ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΣΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ

(α) Η έννοια της ένταξης των μεταναστών

Δεν υπάρχει ένας, απόλυτος ορισμός του τι ακριβώς εννοούμε όταν αναφερόμαστε στην "ένταξη των μεταναστών". Οι διάφοροι ακαδημαϊκοί που πραγματεύονται το θέμα δίνουν έμφαση σε διαφορετικές πλευρές της ένταξης, εν μέρει λόγω των διαφορετικών επιστημονικών προσεγγίσεών τους, και εν μέρει λόγω των διαφορών των αντιλήψεών τους ως προς το είδος της διεργασίας που θα έπρεπε να ισχύει. Αυτή η τελευταία παράμετρος αναδεικνύεται περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στις ιστορικά διαφορετικές εθνικές προσεγγίσεις μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με το πώς πρέπει να ενσωματώνονται οι μετανάστες στην κοινωνία. Πρόσφατα, ο όρος κοινωνική συνοχή χρησιμοποιείται σχεδόν ως ταυτόσημος με τον όρο ένταξη (Entzinger και Biezeveld, 2003: 6), τουλάχιστον με την έννοια ότι οι κοινωνίες με υψηλά επίπεδα κοινωνικής συνοχής είναι αυτές στις οποίες οι μετανάστες ενσωματώνονται με επιτυχία.

Ένας ορισμός που πρότεινε η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ESC) της ΕΕ είναι αυτός της πολιτικής ένταξης, "που βασίζεται στη σταδιακή εξίσωση των δικαιωμάτων και καθηκόντων των μεταναστών, όπως και της πρόσβασής τους σε αγαθά και υπηρεσίες, με τα δεδομένα που ισχύουν και για τον υπόλοιπο πληθυσμό, υπό συνθήκες ίσων ευκαιριών και ίσης αντιμετώπισης" (ESC, 2002: 1).

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει σε πρόσφατη Εγκύκλιό της ότι "η ένταξη πρέπει να νοείται ως μία αμφίδρομη διαδικασία βασισμένη στα αμοιβαία δικαιώματα και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις των νομίμως κατοικούντων στη χώρα πολιτών τρίτων χωρών και της κοινωνίας που τους δέχεται, η οποία παρέχει τις συνθήκες για πλήρη συμμετοχή του μετανάστη (CEC, 2003: 17).

Ένας άλλος ορισμός, που προτείνεται από ακαδημαϊκό αναλυτή, είναι ότι η ένταξη είναι "η διαδικασία κατά την οποία οι μετανάστες γίνονται αποδεκτοί από την κοινωνία, τόσο ως άτομα όσο και ως ομάδες" (Penninx, 2003). Με τον ορισμό αυτό, η φύση της κοινωνίας που δέχεται τους μετανάστες αποτελεί ζωτικής σημασίας παράγοντα στην περίπλοκη εξίσωση η οποία περιλαμβάνει τόσους διαφορετικούς πρωταγωνιστές – τους ίδιους τους μετανάστες, τις κυβερνήσεις των χωρών-δεκτών, τις υπηρεσίες τους, και τις τοπικές κοινότητες. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, η άνιση κατανομή ισχύος μεταξύ της κοινωνίας που δέχεται τους μετανάστες και των μεταναστών σημαίνει ότι η κοινωνία-δέκτης είναι αυτή που έχει τον μεγαλύτερο λόγο στον καθορισμό των αποτελεσμάτων.

Το πρόβλημα με όλους αυτούς τους ορισμούς, και άλλους, είναι ότι δεν αποδίδουν μία καλή αίσθηση του πόσο περίπλοκο και διαφοροποιημένο είναι το φαινόμενο που καλούμε ένταξη των μεταναστών. Στη συνέχεια, αναπτύσσω ένα πλαίσιο-χρονοδιάγραμμα των διαφόρων τύπων μετανάστευσης, το οποίο περιλαμβάνει χρονοδιάγραμμα των θεμάτων και διαδικασιών της ένταξης, αλλά αναδεικνύει και τις διαφορετικές μορφές ένταξης που έχουν παρατηρηθεί στις διάφορες μεταναστευτικές ομάδες και σε διάφορες κοινωνίες. Χωρίς ένα τέτοιο πλαίσιο είναι αδύνατο ακόμη και να αντλήσουμε χρήσιμα συμπεράσματα από τα διαθέσιμα στοιχεία - πόσο μάλλον να διατυπώσουμε προτάσεις πολιτικής.

(β) Ποιος είναι μετανάστης;

Είναι σαφές ότι ένα βασικό ζήτημα κατά την εξέταση της ένταξης των μεταναστών είναι η διατύπωση κάποιου κοινού ορισμού της έννοιας του μετανάστη. Προς το παρόν δεν υφίσταται τέτοιος στην ΕΕ, για διάφορους λόγους:

i. Κατοχή εθνικότητας της χώρας-δέκτη. Πολλοί μετανάστες έχουν την εθνικότητα της χώρας-δέκτη και δεν καταγράφονται καν ως μετανάστες. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα στην περίπτωση μεταναστών από τις πρώην αποικίες του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, και της Ολλανδίας, μεταξύ άλλων. Οι εθνικές στατιστικές ίσως αποκρύπτουν την πραγματικότητα αυτών των μεταναστευτικών ρευμάτων και μειώνουν τη σημασία λήψης μέτρων ένταξης.
ii. Κτήση εθνικότητας της χώρας-δέκτη. Οι περισσότερες χώρες της Βορείου ΕΕ παραχωρούν σχετικά εύκολα την ιθαγένεια μετά από 5 έτη παραμονής, με αποτέλεσμα να μην περιλαμβάνονται οι μετανάστες αυτοί στα στατιστικά στοιχεία, εκτός αν προβλέπονται άλλου είδους καταχωρήσεις. Από την άλλη πλευρά, τα κράτη-μέλη της ΕΕ στα οποία ισχύει το ius sanguinis
[1] [Γερμανία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία] χαρακτηρίζουν ολόκληρους πληθυσμούς παιδιών μεταναστών, δηλ. μεταναστών δεύτερης ή τρίτης γενιάς, ως μετανάστες στις χώρες στις οποίες γεννήθηκαν. Επιπλέον, τα κράτη-μέλη της Νοτίου ΕΕ εμφανίζονται όλο και πιο απρόθυμα να παραχωρούν ιθαγένεια στους μετανάστες (Baldwin-Edwards, 1997), με αποτέλεσμα οι πληθυσμοί των μεταναστών τους να είναι πιο "ορατοί".
iii. "Εθνικοί μετανάστες". Οι μετανάστες αυτοί, και ιδιαίτερα οι Aussiedler
[2] που κατευθύνονται στη Γερμανία, και οι ομογενείς[3] που κατευθύνονται στην Ελλάδα από τον Πόντο και τη Ρωσία, απολαμβάνουν ειδικό καθεστώς και αντιμετωπίζονται ως μη μετανάστες, αν και χρειάζονται όση αρωγή για να ενσωματωθούν χρειάζονται και οι άλλοι μετανάστες.

Το συνολικό, μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα του χειρισμού αυτών των τριών κατηγοριών είναι να αποκρύπτεται η πραγματικότητα για τη μετανάστευση και να καθίσταται δύσκολη η συγκριτική ανάλυση. Ειδικότερα, ο αριθμός των μεταναστών παρουσιάζεται χαμηλότερος του πραγματικού στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία, και υψηλότερος του πραγματικού στη Γερμανία και τη Νότιο Ευρώπη. Η παρουσία "εθνικών μεταναστών" στη Γερμανία και την Ελλάδα επιφέρει επιπλέον στρέβλωση των στοιχείων: μετανάστες δεύτερης ή ακόμη και τρίτης γενιάς που έχουν γεννηθεί στη χώρα-δέκτη (και συχνά έχουν ενσωματωθεί με επιτυχία) θεωρούνται αλλοδαποί, ενώ πρόσφατοι μετανάστες που χαρακτηρίζονται Γερμανικής ή Ελληνικής εθνικότητας δεν θεωρούνται αλλοδαποί. Ορισμένα κράτη-μέλη της ΕΕ, όπως η Δανία και η Ολλανδία, καταγράφουν όχι μόνο τους αλλοδαπούς, αλλά και τους γεννηθέντες στο εξωτερικό και τα παιδιά τους, ώστε να παρακολουθούν τις διεργασίες της κοινωνικής ένταξης (Entzinger και Biezeveld, 2003: 39). Άλλες χώρες δεν το πράττουν – πολλές προβάλλοντας ως λόγο την προστασία των ιδιωτικών δεδομένων.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι Ελληνικής καταγωγής μετανάστες (ομογενείς) από τη Ρωσία περιβάλλονται από ειδικά μέτρα ένταξης και ταχύτατες διαδικασίες πολιτογράφησης. Οι Ελληνικής καταγωγής μετανάστες από άλλους τόπους δεν λαμβάνουν συνήθως βοήθεια κατά την ενσωμάτωσή τους, και απαιτείται να υποβάλλουν αιτήσεις για την Ελληνική υπηκοότητα μέσω της κανονικής διαδικασίας που προβλέπεται για την απόκτηση της Ελληνικής ιθαγένειας. Η σημερινή πολιτική είναι να μην παρέχεται η Ελληνική ιθαγένεια σε Ελληνικής καταγωγής μετανάστες από την Αλβανία. Όλα τα πρόσωπα που καταχωρούνται ως Ελληνικής καταγωγής λαμβάνουν μία ειδική τριετή κάρτα ομογενούς από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, το οποίο αρνείται να αποκαλύψει τον αριθμό των αδειών αυτών που έχει παραχωρηθεί ή τις εθνικότητες των κατόχων τους. Επιπλέον, τα στοιχεία της απογραφής του 2001, αν και θεωρητικά καταγράφουν τους ομογενείς ως μη Έλληνες, εμφανίζονται αβέβαια ως προς αυτό το σημείο.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι οι μετανάστες που δηλώνουν ότι είναι Ελληνικής καταγωγής δεν εμφανίζονται σε πολλά στατιστικά στοιχεία, ενώ τα παιδιά μεταναστών που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα ή μετανάστευσαν σε νεαρή ηλικία καταχωρούνται ως αλλοδαποί. Οι Ελληνικής καταγωγής μετανάστες από τον Πόντο είναι ιδιαίτερα προνομιούχοι, λαμβάνοντας οικονομική και άλλη αρωγή για τους σκοπούς της ενσωμάτωσής τους (όπως και οι "παλιννοστούντες", όπως καλούνται οι επιστρέφοντες από τις Η.Π.Α. και άλλους τόπους), ενώ έως τώρα δεν έχουν υπάρξει προγράμματα ένταξης για μετανάστες που δεν έχουν Ελληνική καταγωγή. Η κατάσταση που δημιουργούν αυτές οι διακρίσεις θεωρείται μη ικανοποιητική από τους σχολιαστές εκτός Ελλάδας (βλ. π.χ. ECRI 2004), ειδικά αφού είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών της κυβέρνησης και δεν απορρέει από συνταγματικές επιταγές.

(γ) Η πολιτική της ΕΕ για την ένταξη των μεταναστών

Όπως σημειώνεται σε πρόσφατη Έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μόνο από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ το 1999 διαθέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τις ευρύτερες εξουσίες που απαιτούνται για την πρόταση νομοθεσίας σχετικά με τη μετανάστευση και την αντιμετώπιση πολιτών προερχόμενων από τρίτες χώρες (ΕΚ, 2003: 9). Σε ένα πεδίο –την ένταξη μεταναστών- η Επιτροπή θεώρησε ότι δεν είχε προτείνει επαρκή νομοθεσία, και έτσι εξέδωσε το 2003 Κοινοποίηση απευθυνόμενη σε άλλους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΚΕΚ, 2003).

Η Κοινοποίηση αυτή, προσπαθεί για πρώτη φορά να αντιμετωπίσει το δύσκολο θέμα της ένταξης των μεταναστών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προτείνει μία ολιστική προσέγγιση, με έξι βασικά στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στη διατύπωση μίας στρατηγικής πολιτικής (ΚΕΚ, 2003: 19):
§ Ένταξη στην αγορά εργασίας
§ Παιδεία και εκμάθηση γλώσσας
§ Θέματα στέγασης και αστικού περιβάλλοντος
§ Υπηρεσίες κοινωνικές και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης
§ Το κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον
§ Εθνικότητα, ιθαγένεια, σεβασμός στο διαφορετικό
Όμως θα μπορούσε κανείς να πει ότι τα σημεία αυτά δεν καλύπτουν το θέμα συνολικά, αφού δεν αντιμετωπίζουν ορισμένα από τα θεμελιώδη προβλήματα των μεταναστών στην Ελλάδα και άλλες χώρες της Νοτίου Ευρώπης. Ειδικότερα, δεν αναφέρονται στα γραφειοκρατικά εμπόδια που περιβάλλουν τις αιτήσεις για νόμιμη διαμονή, στην ελλιπή συμμόρφωση με τους εθνικούς και άλλους νόμους εκ μέρους των κρατικών υπηρεσιών, στις διακρίσεις με βάση την εθνικότητα, ή στα πιο μακροπρόθεσμα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες δεύτερης γενιάς (όπως η δυνατότητα μακροπρόθεσμης διαμονής, τα δικαιώματα ψήφου, ή η ιθαγένεια).

Παρά τις επικρίσεις αυτές, οι περισσότερες από τις οποίες οφείλονται στην περιορισμένη νομική εμβέλεια της Επιτροπής σε τέτοια θέματα, έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος στη νομοθεσία της ΕΕ για την προώθηση των δικαιωμάτων των μεταναστών εντός των συνόρων της. Το πιο σημαντικό τέτοιο βήμα ήταν ασφαλώς η Οδηγία περί μακροπρόθεσμης διαμονής, η οποία ψηφίστηκε τον Νοέμβριο του 2003
[4]. Η οδηγία αυτή ήταν αποτέλεσμα μίας λεπτομερούς και εντυπωσιακής έκθεσης η οποία δημοσιεύτηκε το 2000 (Groenendijk et al., 2000) και η οποία ανέφερε ότι είχε ήδη επιτευχθεί στην ΕΕ υψηλός βαθμός σύγκλισης της πρακτικής ως προς την παραχώρηση αδειών μονίμου διανομής (συνήθως μετά από 5 χρόνια διαμονής). Όμως η ίδια Έκθεση ανέφερε το πρόβλημα των αυστηρών προϋποθέσεων που ισχύουν σε όλες τις χώρες της Νοτίου Ευρώπης για την απόκτηση μακροπρόθεσμης άδειας διαμονής, και το γεγονός ότι στην περίπτωση της Ελλάδας ο αριθμός τέτοιων αδειών που είχαν παραχωρηθεί ήταν μηδέν.

Ιδιαίτερη σημασία έχουν επίσης η Οδηγία σχετικά με την επανένωση οικογενειών,
[5] που ψηφίστηκε τον Σεπτέμβριο του 2003, και ο Κανονισμός 895/2003[6], που ψηφίστηκε τον Μάιο του 2003 και προβλέπει την ισχύ και για πολίτες τρίτων χωρών των Κανονισμών 1408/71 και 574/72, που αφορούν τη δυνατότητα μεταφοράς δικαιωμάτων κοινωνικής ασφάλισης μεταξύ των εθνικών συστημάτων της ΕΕ. Όμως και οι δύο οδηγίες [επανένωση οικογενειών, μακροπρόθεσμη διαμονή] απαιτείται να ενσωματωθούν στις εθνικές νομοθεσίες, διαδικασία που δεν προβλέπεται να ολοκληρωθεί πριν τον Οκτώβριο του 2005 και τον Ιανουάριο του 2006, και μπορεί κάλλιστα να καθυστερήσει αρκετά περισσότερο.

Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε τις οδηγίες κατά των διακρίσεων του 2000.
[7] Η πρώτη πραγματεύεται συνολικά τις διακρίσεις για λόγους φυλετικούς ή εθνικής προέλευσης. Η δεύτερη πραγματεύεται τις διακρίσεις στην απασχόληση για λόγους φυλετικούς ή εθνικής προέλευσης, θρησκευτικούς, θρησκευτικών δοξασιών, ειδικών αναγκών, ηλικίας, και σεξουαλικού προσανατολισμού. Η εφαρμογή προβλεπόταν για το 2003, αλλά προς το παρόν καμία από τις δύο δεν έχει γίνει νόμος στην Ελλάδα. Επιπλέον, οι οδηγίες δεν καλύπτουν τις διακρίσεις για λόγους εθνικότητας ειδικά, γεγονός που κατά ορισμένους παρατηρητές τις καθιστά άκυρες (π.χ. Hepple, 2004).

(δ) Η παρακολούθηση της διαδικασίας της ένταξης των μεταναστών
Η ανωτέρω Έκθεση της ESC (2002) προτείνει την έναρξη συστήματος παρακολούθησης, μέσω του οποίου θα μπορούν να εκτιμηθούν τα αποτελέσματα των πρωτοβουλιών στην κατεύθυνση της κοινωνικής ένταξης. Ένα τέτοιο σύστημα πρέπει να περιλαμβάνει ποιοτικούς και ποσοτικούς δείκτες, διαδικασία ορισμού συγκεκριμένων στόχων, και διατύπωση εφικτών προγραμμάτων δράσης (ESC, 2002: 8).

Μία πρόσφατη έκθεση για την Ευρωπαϊκή επιτροπή με τίτλο "Σημεία Αναφοράς στην Ένταξη των Μεταναστών" (Benchmarking in Immigrant Integration, Entzinger και Biezeveld, 2003), προσπαθεί να διατυπώσει τέτοιους δείκτες. Για διάφορους λόγους, που αναλύονται διεξοδικά πιο κάτω, η μεθοδολογία τους περιβάλλεται από προβλήματα συγκρισιμότητας και ερμηνείας των στοιχείων. Όλα σχεδόν τα προβλήματα αυτού του είδους οφείλονται στα πολύ διαφορετικά εθνικά πλαίσια που ισχύουν στην ΕΕ, και στην έλλειψη εναρμόνισης των προσεγγίσεων για τη διατύπωση πολιτικής. Σε όλη την ΕΕ, τα έντονα διαφοροποιημένα γενικά θεσμικά πλαίσια για την παιδεία, την αγορά εργασίας, την επαγγελματική εκπαίδευση, και την κοινωνική πολιτική επηρεάζουν με διαφορετικούς τρόπους τις ομάδες των μεταναστών. Κατά την πλέον πρόσφατη ακαδημαϊκή θεώρηση, αυτές οι γενικές δομές είναι πολύ πιο σημαντικές για τη διευκόλυνση ή παρεμπόδιση της ένταξης των μεταναστών από συγκεκριμένα μέτρα ειδικής εμβέλειας (Baldwin-Edwards, 2004a, Crul και Vermeulen, 2003).

Έτσι, οι στατιστικοί δείκτες και άλλα κριτήρια της ένταξης των μεταναστών πρέπει να εντοπίζονται και να αναλύονται προσεκτικά με βάση κάθε συγκεκριμένο εθνικό –ίσως και τοπικό- πλαίσιο, αν και οι γενικοί στόχοι της ασκούμενης πολιτικής μπορούν να τεθούν και στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς μία τέτοια προσέγγιση θέτει διττή πρόκληση:

§ Να συγκεντρωθούν κατάλληλα, αξιόπιστα ποιοτικά και ποσοτικά στατιστικά στοιχεία
§ Να αναπτυχθεί ένα πλαίσιο ανάλυσης προς εκμετάλλευση αυτών των στοιχείων

3) ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ

(α) Μετανάστευση και ένταξη: Η Ευρωπαϊκή εμπειρία

Στην Ευρώπη, και έως ένα βαθμό στις Η.Π.Α., η βασική έμφαση έως πρόσφατα ήταν στο κράτος-έθνος και στην εθνική πολιτική με τον ρόλο του καθοριστικού παράγοντα για τη διαμόρφωση ειδών ή τύπων ένταξης. Λόγου χάρη, περιπτώσεις που θεωρούντο ως αντιπροσωπευτικές αυτών των διαφόρων προτύπων ένταξης των μεταναστών ήταν οι παραδοσιακές χώρες μετανάστευσης στον "Νέο Κόσμο", οι χώρες μετανάστευσης στη Δυτική Ευρώπη μεταπολεμικά, και οι χώρες ελεγχόμενης μετανάστευσης στη Μέση και την Άπω Ανατολή. Έχουν προταθεί διάφορες τυπολογίες του φαινομένου της μετανάστευσης και μέσα στην ίδια την Ευρώπη. Περιλαμβάνουν πρότυπα βασισμένα στη σχέση ιθαγένειας-μετανάστευσης, εντός της οποίας ο μηχανισμός παραχώρησης της ιθαγένειας [ius soli ή ius sanguinis]
[8] θεωρείται είτε ως αιτία ή ως σύμπτωμα συγκεκριμένων συστημάτων κοινωνικών αξιών κατά την αντιμετώπιση νεοφερμένων. Σε αυτό το συγκεκριμένο παράδειγμα προτύπου, η Γαλλία θεωρείται ως "αφομοιωτικό" έθνος-κράτος (Hollifield, 1997), το Ηνωμένο Βασίλειο ως ανεκτικό προς τις εθνικές μειοψηφίες ως μόνιμους κατοίκους (Rex, 1991), και η Γερμανία ως η χώρα του "προσωρινού επισκέπτη-εργαζόμενου" και η χώρα που έως πρόσφατα ηρνείτο ότι προσελκύει μετανάστες (Brubaker, 1992). Παρόμοια επαγωγικά μοντέλα αναφέρονται σε διάφορες διεργασίες, με ταμπέλες όπως "διαφοροποιημένος αποκλεισμός", "αφομοίωση", και "πλουραλισμός" (Castles, 1995).

Τα μοντέλα αυτά εμφανίζονται πια όλο και λιγότερο χρήσιμα, για διάφορους λόγους. Πρώτον, προϋποθέτουν σταθερές, ή τουλάχιστον αδρανείς νοοτροπίες περί του αστικού κράτους, οι οποίες είναι απίθανο να μεταβληθούν σημαντικά. Δεύτερον, προτείνονται στο εθνικό ή κρατικό επίπεδο, χωρίς να λαμβάνουν υπ' όψιν τοπικές διαφορές ή διαφορές μεταξύ αγροτικών και αστικών περιοχών. Τρίτον, εστιάζουν στην ιδεολογία και τις νομότυπες διατυπώσεις, παρά σε απτά αποτελέσματα. Πολλές πρόσφατες εργασίες τείνουν προς την άποψη ότι επέρχεται σύγκλιση των προτύπων ένταξης των μεταναστών στην Ευρώπη (Niessen, 2000, Heckmann, 1999: 23), και ότι υπάρχουν μεγάλες διαφοροποιήσεις στο περιφερειακό και το αστικό επίπεδο, που είναι πολύ εκτενέστερες από τις πιο ορατές εθνικές διαφορές (Koff, 2002, Alexander, 2003). Άλλες αμφισβητούν τη χρησιμότητα αυτών των αφηρημένων μοντέλων και των ερευνητικών ερωτημάτων που τίθενται (Vermeulen, 2004). Δεν πρέπει όμως να μας παραπλανεί η παρατήρηση ότι τα διαφορετικά εθνικο-ιδεολογικά μοντέλα πολιτικής ένταξης των μεταναστών φαίνεται να έχουν οδηγήσει σε ανάλογα αποτελέσματα. Οι δομικές διαφορές, π.χ. η γραφειοκρατική προσέγγιση του θέματος της μονίμου κατοικίας, ή το εκπαιδευτικό σύστημα, ή το κανονιστικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας, φαίνεται να είναι ζωτικής σημασίας στη διαμόρφωση των διαφορετικών αποτελεσμάτων συγκεκριμένων πεδίων εφαρμογής πολιτικής (Crul και Vermeulen, 2003).

Ο Vermeulen (2004: 31-3), αναφερόμενος στα επιχειρήματα του Portes και άλλων, μιλά για "τρόπους" ένταξης που αντιστοιχούν σε διαφορετικές εθνικές ομάδες εντός μίας κοινωνίας. Είναι οι εξής:

§ Κλασσική αφομοίωση, κατά την οποία μετά από αρκετές γενιές κοινωνικής ανόδου, οι ομάδες μεταναστών χάνουν την πολιτιστική τους ταυτότητα. Ουσιαστικά, η εθνική αυτή ομάδα εξαφανίζεται από τη σκοπιά της κοινωνικής ανάλυσης. Αν και τώρα η κατηγοριοποίηση αυτή αμφισβητείται, με το αντεπιχείρημα ότι ισχύει μόνο για τους μετανάστες που διαθέτουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο, πρόσφατα έχουν διατυπωθεί "άμυνες" που επιβεβαιώνουν τη γενική ισχύ της (Waldinger και Feliciano, 2004).
§ Σχηματισμός μίας υποδεέστερης τάξης, όπου η κοινωνική κινητικότητα είναι χαμηλή και οι μετανάστες παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα παιδείας, απασχόλησης και κοινωνικής στάθμης επί γενεές.
§ Ένταξη μέσω εθνικών κοινοτήτων, κατά την οποία η αυτάρκεια ευδιάκριτων εθνικών ομάδων [π.χ. Έλληνες ή Εβραίοι] που συνήθως διαθέτουν έντονο εμπορικό πνεύμα, τις τοποθετεί σε διαφορετικά οικονομικά και κοινωνικά πλαίσια. Αν και οι "ξεροί" οικονομικοί δείκτες μπορεί να παραπέμπουν σε υψηλό επίπεδο ένταξης αυτών των εργαζομένων, η ενσωμάτωσή τους είναι συνήθως στο επίπεδο της οικονομίας της εθνικής μειοψηφίας και συνοδεύεται από χαμηλή συμμετοχή στο κύριο ρεύμα της κοινωνίας.

Αυτοί οι τρόποι δεν είναι μοντέλα ένταξης: αναφέρονται σε συγκεκριμένες εθνικές ομάδες παρά στις κοινωνίες-δέκτες, και μπορεί μάλιστα να συνδέονται περισσότερο με την ιστορία των μεταναστών πριν μεταναστεύσουν παρά με τα χαρακτηριστικά των κοινωνιών στις οποίες έρχονται. Είναι σαφές ότι μία τέτοια ανάλυση αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία των θεσμικών πλαισίων και της λειτουργίας των κοινωνιών-δεκτών και αποδίδει πολύ μεγαλύτερη σημασία από πριν στη συμπεριφορά των μεταναστευτικών ομάδων.

Αυτό που πρέπει να έχει γίνει σαφές είναι ότι η ένταξη των μεταναστών είναι περίπλοκο φαινόμενο: εκδηλώνεται επί μεγάλο χρονικό διάστημα, έχει πολλαπλούς πρωταγωνιστές και πολλαπλές μεταβλητές, και είναι μία πολύπλευρη διαδικασία που απαιτεί σοβαρή και εις βάθος ανάλυση. Έτσι, τα προηγουμένως αναγνωρισμένα εθνικά μοντέλα ένταξης στην Ευρώπη εμφανίζονται σήμερα απλοϊκά αν όχι εσφαλμένα, και αναζητούνται νέες αναλύσεις και εξηγήσεις του φαινομένου της ένταξης των μεταναστών.

(β) Η επιχειρηματικότητα των εθνικών ομάδων ως στρατηγική ένταξης

Η αυτο-απασχόληση, ειδικά στην περίπτωση ισχυρών δεσμών με εθνικές κοινότητες ή εθνικούς θύλακες, έχει θεωρηθεί επιτυχημένη στρατηγική στις Η.Π.Α. (Lofstrom, 2002, Kloosterman και Rath, 2001). Συνδέεται όμως με έναν τύπο ένταξης βασισμένο στον σχηματισμό εθνικών κοινοτήτων, όπως περιγράφεται πιο πάνω. Στο Ηνωμένο Βασίλειο η επιχειρηματικότητα εθνικών ομάδων δεν έχει θεωρηθεί επιτυχημένη στρατηγική από τις μειονότητες (Clark και Drinkwater, 2002), τουλάχιστον ως προς τα αποτελέσματα στο πεδίο της απασχόλησης. Πάντως σε όλη την ΕΕ εκφράζεται ευρεία υποστήριξη για τις πολιτικές επιλογές που ενθαρρύνουν την επιχειρηματικότητα και την αυτο-απασχόληση στα πλαίσια εθνικών ομάδων, τόσο από ακτιβιστές στον χώρο της πολιτικής όσο και από μη κυβερνητικούς οργανισμούς μεταναστών (Cormack και Niessen, 2002).

Οι πρόσφατες μελέτες στην Ευρώπη έχουν αρχίσει να δίνουν έμφαση στον σημαντικό ρόλο της αυτο-απασχόλησης για τους μετανάστες και άλλες περιθωριοποιημένες ομάδες, όχι τόσο λόγω των παραμέτρων της αγοράς εργασίας, αλλά και ως στρατηγική αυτο-ενδυνάμωσης (Kupferberg, 2003, Apitzsch, 2003). Ο αποκλεισμός από την αγορά εργασίας είναι συχνά το αρχικό κίνητρο για την αυτο-απασχόληση (λόγου χάρη, το 25-30% των επιχειρηματιών από εθνικές κοινότητες στη Σουηδία ήταν άνεργοι προηγουμένως - Alund, 2003: 84), αλλά τα οφέλη από τη δημιουργία μίας ατομικής επιχείρησης είναι ευρύτερα. Η ενισχυμένη διεκδίκηση πόρων, και η ενισχυμένη διαπραγματευτική θέση στο τοπικό επίπεδο, αποτελούν σημαντικά επιτεύγματα για αυτούς που προηγουμένως θεωρούντο πολίτες δεύτερης κατηγορίας (Kupferberg, 2003: 90), παρά το γεγονός ότι η "εξάρτηση από την πορεία" [δηλ. την προηγούμενη κατάσταση στην αγορά εργασίας] μπορεί να καθορίσει αν οι επιχειρήσεις αυτές θα πετύχουν ή όχι. Έτσι, για τους περιθωριοποιημένους μετανάστες, η επιχειρηματικότητα στα πλαίσια της εθνικής ομάδας τους αφορά τόσο την κοινωνική ένταξη όσο και την άντληση κερδών από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Έτσι η αποτυχία μίας νέας επιχείρησης δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι η προσπάθεια απέτυχε συνολικά.

(γ) Πρόσφατες Συγκριτικές Προσεγγίσεις του Φαινομένου της Ένταξης των Μεταναστών

Ο Koff (2002), εξετάζοντας τη μετανάστευση στην Ιταλία και τη Γαλλία, προσπαθεί να διατυπώσει εμπειρικό και θεωρητικό αντίλογο στον κύριο όγκο της υφιστάμενης βιβλιογραφίας για το θέμα της ένταξης των μεταναστών. Λαμβάνει ως σημείο εκκίνησης την ιδέα ότι οι μετανάστες δεν είναι παθητικοί δέκτες των πολιτικών περί ένταξης, ούτε αδύναμοι κοινωνικοί εταίροι που εξαρτώνται από τις δομές και τους θεσμούς της χώρας-δέκτη. Αντιθέτως, πιστεύει ο Koff, οι μετανάστες έχουν πλήρη πολιτική παρουσία, λειτουργούν ορθολογικά, και ανταγωνίζονται με στόχο τη "δίκαια" κατανομή των πόρων, αν και στα πλαίσια διαφορετικών ιδεολογιών και πολιτικών μεθοδολογιών. Αυτή η μεσο-ανάλυση, που ασχολείται με το επίπεδο της πόλης, προσπαθεί στη συνέχεια να αναφερθεί στην αλληλεπίδραση του ορθολογισμού, των θεσμών, και των πολιτιστικών διαφοροποιήσεων.

Παρά ορισμένα προβλήματα μεθοδολογίας, η προσέγγιση αυτή έχει πολλά πλεονεκτήματα. Η έμφαση στις πόλεις [Μπάρι, Φλωρεντία, Τουλούζη, και Λιλ] καταγράφει με μεγαλύτερη ακρίβεια το τοπικό πολιτικό περιβάλλον εντός του οποίοι οι μετανάστες ανταγωνίζονται για τους διαθέσιμους πόρους. Αν και θέματα όπως οι άδειες διανομής, η μετανάστευση οικογενειών και η παραχώρηση ιθαγένειας σε οικογένειες διέπονται από τους κανονισμούς της εθνικής πολιτικής, οι μετανάστες ζουν, εργάζονται, και ίσως ενσωματώνονται στο τοπικό επίπεδο. Ο Koff εξετάζει τέσσερα πεδία: την πολιτικής ένταξη, την οικονομική ένταξη, τη στέγαση, και τη δημόσια ασφάλεια, και διαπιστώνει πολύ σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των πόλεων, αμφισβητώντας και πάλι τη σημασία εθνικών μοντέλων και πολιτικών. Επιπλέον, η σχέση μεταξύ των επιδόσεων στα διαφορετικά πεδία που εξετάζονται παρουσιάζει και αυτή μεγάλες διαφορές. Η Λιλ π.χ. παρουσιάζει πολύ υψηλή πολιτική ένταξη, αλλά χαμηλή ένταξη σε θέματα στέγασης και στα οικονομικά. Η Φλωρεντία έχει καλές επιδόσεις στην οικονομική, πολιτική, και στεγαστική ένταξη, αλλά υστερεί έναντι των άλλων πόλεων στη δημόσια ασφάλεια. Με άλλα λόγια, δεν διαπιστώνονται κοινά πρότυπα ένταξης – τουλάχιστον όχι σε αυτό το επίπεδο ανάλυσης. Το μεγάλο μειονέκτημα αυτής της προσέγγισης είναι η έλλειψη διαφοροποίησης ως προς εθνικές ομάδες και η ελλιπής κάλυψη θεμάτων σχετικών με τις ηλικιακές ομάδες των μεταναστών. Αν η έρευνα ήταν πιο λεπτομερής πιθανώς να είχαμε διαφορετικά αποτελέσματα.

Μία άλλη πρόσφατη προσέγγιση είναι αυτή που υιοθετεί ο Alexander (2003). Όπως συμβαίνει σε μεγάλη έκταση στην πρόσφατη βιβλιογραφία, εξετάζει τις πολιτικές στο τοπικό επίπεδο και προτείνει μία τυπολογία σχέσεων ξενιστή-ξένου βάσει συγκεκριμένων στοιχείων που καλύπτουν 25 πόλεις (περιλαμβάνουν την Αθήνα, τη Ρώμη, το Τορίνο, τη Βαρκελώνη, τη Μασσαλία, τη Λιλ, και το Τελ-Αβίβ). Η τυπολογία του ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τα παλαιότερα μοντέλα κράτους-έθνους – τα μοντέλα του "επισκέπτη εργαζόμενου", της "αφομοίωσης", και το "πλουραλιστικό". Καινοτομεί προσθέτοντας μία νέα κατηγορία, αυτή των "μεταβατικών" (transient) μεταναστών. Το ενδιαφέρον συγκεντρώνει αυτή η τελευταία κατηγορία, η κατηγορία της "μη πολιτικής", καθώς προέρχεται από ανάλυση της βιβλιογραφίας για το Άμστερνταμ της δεκαετίας του 60', τη Ρώμη της δεκαετίας του 80', το Τελ-Αβίβ της δεκαετίας του 90', και τη σημερινή Αθήνα. Αυτή η νοοτροπία του Προσωρινού, υποστηρίζει, χαρακτηρίζει τις αντιδράσεις των τοπικών αυτοδιοικήσεων κατά το πρώτο στάδιο της μετανάστευσης εργαζομένων, όταν ο πληθυσμός των μεταναστών είναι ακόμη μικρός, και πολλοί δεν είναι καν καταχωρημένοι. Οι εργαζόμενοι-μετανάστες θεωρούνται παροδικό φαινόμενο και ευθύνη της πολιτείας. Η αποφυγή ευθυνών είναι χαρακτηριστικό των τοπικών αυτοδιοικήσεων, αν και ορισμένοι γραφειοκράτες που δραστηριοποιούνται και στο "επίπεδο της γειτονιάς" μπορεί να ασπάζονται απόψεις ριζικά αντίθετες από τις επίσημες (Alexander, 2003: 419). Η (μη-)στρατηγική της τοπικής πολιτείας έγκειται στην παράβλεψη του σχηματισμού ομάδων μεταναστών και της δραστηριότητας στη "μαύρη" οικονομία, στην παραχώρηση στα παιδιά των μεταναστών πρόσβασης στα σχολεία και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σε μία ad hoc βάση, στην παράβλεψη της δημιουργίας ad hoc τόπων προσευχής, στεγαστικών προβλημάτων, και της δημιουργίας εθνικών "θυλάκων", και στην αντιμετώπιση των μεταναστών ως πρόβλημα δημόσιας ασφάλειας όταν χρειάζεται. Η πολιτική αυτή στάση είναι ουσιαστικά αντενεργή, και περιορίζεται στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων κρίσεων. Προφανώς δεν είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα, και τελικά εξελίσσεται σε άλλη στάση, με συγκεκριμένους στόχους.

(δ) Επιλογές Πολιτικής Ένταξης

Ο Vermeulen (2004: 27-8) εντοπίζει τρεις κύριες διαστάσεις στη διαδικασία της ένταξης: δομικές, κοινωνικο-πολιτιστικές, και ταυτότητας. Ο βασικός στόχος της πρώτης είναι η ισότητα ευκαιριών, δηλ. ίση πρόσβαση στην παιδεία, τη στέγαση, την απασχόληση, και το πολιτικό σύστημα. Η δεύτερη (η κοινωνικο-πολιτιστική διάσταση), την οποία θεωρεί πιο αμφιλεγόμενη, επικεντρώνει στο θέμα της επιλογής μεταξύ ομοιογένειας και ετερογένειας. Αυτή η επιλογή πολιτικής μπορεί να οδηγήσει σε μία πλουραλιστική ανεκτικότητα ή μία πολυ-πολιτιστική κοινωνική δομή – στον αντίποδα δηλ. πολιτικών αφομοίωσης και μη ανεκτικότητας έναντι εθνικών διαφορών. Υπάρχουν βέβαια πολλοί δυνατοί συνδυασμοί ομοιογένειας έναντι ετερογένειας. Ελάχιστες Ευρωπαϊκές χώρες είναι εντελώς ελεύθερες μισαλλοδοξίας και εθνικών διαφοροποιήσεων ή αποδέχονται πλήρως κάθε διαφορά. Η τρίτη διάσταση, η σχετική με την ταυτότητα, συνδέεται με τη δεύτερη αλλά εστιάζει στο θέμα της συμπερίληψης έναντι του αποκλεισμού. Ένα καλό παράδειγμα είναι η θρησκεία: η αποδοχή του Ισλάμ ως θρησκείας στη χώρα-δέκτη είναι συμπερίληψη, ενώ η ανοχή του και μόνο δεν είναι.

(ε) Χαρακτηρισμός της Διαδικασίας Ένταξης

Η ένταξη μεταναστών στην κοινωνία-δέκτη είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα (Vermeulen, 2004: 27), αλλά οι πολιτικές αρχές σε όλη την ΕΕ τη θεωρούν θεμιτό αντικείμενο δημόσιας πολιτικής – συχνά δε, τη συνοδεύουν με μία ακόμη ταμπέλα, αυτή της "κοινωνικής συνοχής" (CEC, 2003: 4). Πάντως στην πράξη το φαινόμενο της ένταξης συμβαίνει, ανεξαρτήτως της επίσημης πολιτικής. Η λειτουργία του είναι αδιαφανής και χαρακτηρίζεται από διάφορους μηχανισμούς και διάφορα πεδία αλληλεπίδρασης. Γενικά είναι τόσο περίπλοκη που προσφέρεται για απεριόριστο αριθμό διαφορετικών αναλύσεων και ερμηνειών.

Για τους λόγους αυτούς, προτείνω εδώ μία προσωρινή ιεράρχηση των θεμάτων που αφορούν την ένταξη, τρία "Στάδια Ένταξης", με σκοπό να αναδειχθούν τα διάφορα εμπόδια και προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες κατά τη διάρκεια του "κύκλου της μεταναστευτικής ζωής" (Baldwin-Edwards, 2004a: 324-9). Θεωρώ ότι τα στάδια αυτά είναι τα εξής:
· Στάδιο 1: στέγη και απασχόληση
· Στάδιο 2: ομαδοποίηση οικογενειών και εγκατάσταση
· Στάδιο 3: σχηματισμός εθνικών κοινοτήτων ή/και αφομοίωση

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει μία τόσο ξεκάθαρη κατανομή των θεμάτων ανά στάδιο, αλλά για λόγους αναφοράς μπορούμε να πούμε ότι τα εξής ανήκουν στο Στάδιο 1: νόμιμη διαμονή, αγορά εργασίας, και στέγαση. Το Στάδιο 2 περιλαμβάνει παιδεία, υγεία και κοινωνικές υπηρεσίες, και κοινωνική ένταξη. Στο Στάδιο 3 τα κύρια ζητήματα είναι η κτήση ιθαγένειας, η συμμετοχή στο κράτος ως πολίτης, και η ανεκτικότητα στη διαφορά εκ μέρους της κοινωνίας-δέκτη.

Σε κάθε ένα από αυτά τα στάδια θα περιμέναμε να δούμε διαφορετικά αποτελέσματα για κάθε μεταναστευτική ομάδα – το μοντέλο της "αποσπασματικής ένταξης". Ορισμένες μεταναστευτικές ομάδες μπορεί να δείχνουν ότι ενσωματώνονται εύκολα (ή και αφομοιώνονται), άλλες υστερούν λόγω του κοινωνικού-οικονομικού επιπέδου τους και των περιορισμένων ευκαιριών για παιδεία και απασχόληση, ενώ άλλες μπορεί να ωφεληθούν από την υποστήριξη της εθνικής κοινότητας σε επιχειρηματικές προσπάθειες. Αυτοί οι τρεις τύποι ένταξης αντιστοιχούν στους τρόπους του Vermeulen: πάντως δεν είναι αναπόφευκτο ότι η τυπολογία αυτή θα ισχύει και στην Ελλάδα. Είναι επομένως σημαντικό να υπολογίζουμε και το ενδεχόμενο εμφάνισης άλλων τύπων ένταξης, οι οποίοι μπορεί να ισχύουν για την Ελλάδα ειδικά, ή, πιο γενικά, για τη Νότιο Ευρώπη.

Δεν υφίσταται κοινή συμφωνία για αντικειμενικούς δείκτες σχετικά με τη διεργασία της ένταξης μεταναστών - ούτε καν για κάποιο προφανές σημείο τερματισμού της διαδικασίας (Koff, 2002). Η δυνατότητα μελέτης του φαινομένου ως προς πρόσφατους μετανάστες αμφισβητείται, και ο μεγαλύτερος όγκος της σχετικής βιβλιογραφίας βασίζεται στις μεταναστεύσεις των αρχών του 20ου αιώνα προς τις Η.Π.Α. και στην ένταξη των μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς εκεί. Ακόμη και για τις χώρες-δέκτες μεταναστών στη Βόρειο Ευρώπη, δεν υπάρχουν αρκετοί ξένοι γεννημένοι εκεί [η πραγματική "δεύτερη γενιά" μεταναστών] για τις ανάγκες μίας μελέτης. Αυτό έχει οδηγήσει στη δημιουργία μεταναστών "οιονεί δεύτερης γενιάς", που περιγράφονται ως γενιάς 1,25, 1,5 και 1,75 για παιδιά που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό και ήρθαν στη χώρα-δέκτη στις ηλικίες των >12, <12,>
[9] ώστε τα παιδιά να είναι σε θέση να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ακόμη και αν δεν γεννήθηκαν εκεί. Τα ποσοστά επιτυχίας των παιδιών των μεταναστών (προσαρμοσμένα στην κοινωνικο-οικονομική τους τάξη) είναι βασικό στοιχείο κατά την αξιολόγηση της προόδου της ένταξης. Άλλα θέματα, που αφορούν ενήλικες, περιλαμβάνουν την αναγνώριση απολυτηρίων και διπλωμάτων ξένων σχολείων (από το ΔΗΚΑΤΣΑ), και πρόσβαση στην ανώτατη παιδεία. Σε όλα αυτά τα θέματα, οι δομές της κρατικής γραφειοκρατίας μπορεί να επηρεάζουν κατά πολύ διαφορετικό τρόπο τις διάφορες ομάδες μεταναστών: π.χ., οι οικογένειες ορισμένων εθνικών ομάδων μπορεί να παρέχουν στα παιδιά τους υψηλότερης ποιότητας βοήθεια με τα μαθήματα του σχολείου, με αποτέλεσμα άλλα παιδιά να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση.

Υγεία και Κοινωνικές Υπηρεσίες
Με δεδομένο τη σχετικά χαμηλότερη ανάπτυξη τέτοιων υπηρεσιών στην Ελλάδα, δεν είναι σαφές το ποια θα είναι η σχέση των μεταναστών με αυτές τις δομές. Αν και η συμμετοχή σε προγράμματα κρατικής κοινωνικής ασφάλισης όπως το ΙΚΑ ή το ΤΕΒΕ είναι ένας καλός δείκτης, μεγάλο τμήμα του Ελληνικού πληθυσμού αποφεύγει τις υπηρεσίες υγείας του δημοσίου. Η συμμετοχή μεταναστών στην ιδιωτική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι επίσης χρήσιμος δείκτης, αλλά δεν καταγράφεται. Ένας άλλος δείκτης, για τον οποίο υπάρχουν στοιχεία, είναι η δωρεάν ιατρική αρωγή που προσφέρουν μη κυβερνητικοί οργανισμοί όπως οι Γιατροί του Κόσμου: όμως αυτός είναι περισσότερο δείκτης αποκλεισμού παρά ένταξης. Και άλλες κοινωνικές υπηρεσίες έχουν σημασία, αν και οι πληροφορίες για την παροχή τους διατίθενται μόνο για τους αναγνωρισμένους μετανάστες.

Κοινωνική και πολιτιστική ένταξη
Πρόκειται για ένα ευρύ πεδίο, και περιλαμβάνει τη λειτουργία κρατικών ή δημοτικών πολιτιστικών κέντρων, την ύπαρξη και την κοινωνική δραστηριότητα ενώσεων μεταναστών, τις γενικότερες πολιτιστικές δραστηριότητες και τη συμμετοχή ξένων κοινοτήτων στην Ελληνική κοινωνική ζωή, τις εφημερίδες, το ραδιόφωνο, και την τηλεόραση (δηλ. το πόσο πολυσυλλεκτικά είναι τα Ελληνικά μέσα ενημέρωσης, η ύπαρξη ξένου τύπου ή τηλεόρασης σε ξένες γλώσσες), την εγκληματικότητα των ομάδων μεταναστών σε σχέση με αυτή των Ελλήνων, και την έκταση και σημασία των γάμων μεταξύ Ελλήνων και μεταναστών. Μπορούμε επίσης να συμπεριλάβουμε τη συμπεριφορά των κρατικών αρχών, όπως της αστυνομίας ή των υπηρεσιών κοινωνικής ασφάλισης, όταν αντιμετωπίζουν μετανάστες. Οι περισσότεροι τέτοιοι δείκτες είναι ποιοτικοί, και χρήζουν προσεκτικής ερμηνείας. Σε αυτό το πεδίο θα μπορούσε να αποδειχθεί χρήσιμη η ανωτέρω ανάλυση του Vermeulen για τους στόχους της πολιτικής που ακολουθείται.

ΣΤΑΔΙΟ ΤΡΙΑ: σχηματισμός εθνικών κοινοτήτων ή/και αφομοίωση
Λίγοι μετανάστες στην Ελλάδα έχουν φτάσει σε αυτό το στάδιο, αλλά αξίζει να καταγράψουμε τα στοιχεία, αν μη τι άλλο για να δούμε την έλλειψη προόδου έως τώρα. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, υπάρχουν στην Αθήνα μετανάστες της δεύτερης γενιάς ή της γενιάς 1,5: οι εμπειρίες τους δεν έχουν καταγραφεί συστηματικά, αλλά οι υφιστάμενες δομές (όπως ετήσιες ή διετείς άδειες διαμονής επί δεκαετίες, η απουσία δικαιωμάτων ψήφου, οι περίπλοκες και δαπανηρές διαδικασίες για την απόκτηση ιθαγένειας) δείχνουν ότι ο κανόνας είναι ο αποκλεισμός, παρά η ένταξη.

Οι πιο σημαντικοί δείκτες είναι οι εξής: τα στοιχεία πολιτογράφησης, η συμμετοχή στην πολιτική, τα δικαιώματα ψήφου στο τοπικό επίπεδο (που είναι συνηθισμένα σε όλη την ΕΕ, όπως αναφέρεται και από το συνέδριο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τα τοπικά δικαιώματα ψήφου για τους μετανάστες), η ύπαρξη επίσημων ενώσεων μεταναστών που συνδιαλέγονται με τις κεντρικές και τοπικές αρχές, και η ελευθερία στο θρήσκευμα και τη θρησκευτική πρακτική, περιλαμβανομένων κτιρίων προσευχής.


5) ΔΕΙΚΤΕΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

ΔΕΙΚΤΕΣ ΣΤΑΔΙΟΥ 1: διαμονή και απασχόληση
(α) Νομική ένταξη
Η μόνη αξιόπιστη πηγή στοιχείων για τον αριθμό και τις εθνικότητες των μεταναστών στην Ελλάδα είναι η Απογραφή του 2001. Κατέγραψε τόσο τους παράνομους όσο και τους νόμιμους μετανάστες, χωρίς να θέτει ερωτήματα σχετικά με το νομικό καθεστώς τους. Κατέγραψε την εθνικότητα, αν και χωρίς να απαιτεί τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα: υπάρχουν συνεπώς αμφιβολίες σχετικά με το αν ορισμένοι μετανάστες Ελληνικής καταγωγής που δεν είχαν την Ελληνική ιθαγένεια μετρήθηκαν σαν Έλληνες ή όχι. Δεν συγκεντρώθηκαν στοιχεία εθνικής καταγωγής, θρησκεύματος, ή γλωσσών – πράγμα ασυνήθιστο για απογραφή στην Ευρώπη.

Ο Πίνακας A1 δίνει τρεις πηγές στοιχείων: αλλοδαποί που καταγράφηκαν κατά την Απογραφή του 2001 (με τις 49 πιο πολυπληθείς εθνικότητες ανά φύλο), αιτήσεις στα πλαίσια της πρώτης νομιμοποίησης του 1998, και τα πλέον πρόσφατα στοιχεία (2004) για τις έγκυρες άδειες διαμονής. Τα στοιχεία της Απογραφής αναδεικνύουν την πρωτοκαθεδρία των Αλβανών μεταναστών, που ακολουθούνται από άλλες τρεις Βαλκανικές εθνικότητες και στη συνέχεια από τρεις άλλες εθνικότητες των οποίων μεγάλα ποσοστά είναι μάλλον Ελληνικής καταγωγής (Αμερικανοί, Κύπριοι, Ρώσοι). Οι Ελληνικής καταγωγής μετανάστες δεν υπόκεινται στους ίδιους κανόνες, και τους παρέχεται τριετής κάρτα ομογενούς από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Το Υπουργείο αρνείται να δημοσιοποιήσει στοιχεία σχετικά με τον συνολικό αριθμό αυτών των καρτών ομογενών ή με τις εθνικότητες που αφορούν. Η Απογραφή θα έπρεπε να περιλαμβάνει πληροφορίες για τους ομογενείς που δεν έχουν την Ελληνική ιθαγένεια, αλλά και πάλι, αυτές φαίνεται να αποσιωπούνται.

Η τρίτη κατηγορία στοιχείων του Πίνακα A1 θα έπρεπε να αντιστοιχεί στις άλλες δύο, αφού όλοι οι αλλοδαποί άνω των 18 ετών χρειάζονται άδεια διαμονής. Όμως ισχύουν δύο άλλα καθεστώτα μετανάστευσης, σχετικά με τους πολίτες χωρών της ΕΕ και της EFTA (και τα μέλη των οικογενειών τους) και τους Ελληνικής καταγωγής μετανάστες. Ο Πίνακας A2 δείχνει την ηλικιακή κατανομή των μεταναστών όπως αποτυπώνεται στην Απογραφή του 2001, δυστυχώς χωρίς στοιχεία ανά εθνικότητα, και καταγράφει 127.000 παιδιά μεταναστών κάτω των 15 ετών και άλλα 30.000 παιδιά ηλικίας 15-17. Όμως δεν προκύπτει το πως αντιστοιχούν τα στοιχεία της Απογραφής στα στοιχεία περί αδειών διαμονής. Οι δύο τελευταίες στήλες του Πίνακα A1 δείχνουν την αναλογία των αδειών προς τις αιτήσεις νομιμοποίησης και προς τα στοιχεία της Απογραφής. Συνήθως, τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 60-80% και 30-60%. Στην περίπτωση των Αλβανών, οι χαμηλότεροι αριθμοί ίσως οφείλονται στους Ελληνικής καταγωγής Αλβανούς στις άλλες δύο κατηγορίες, καθώς και στην πολύ μεγαλύτερη αναλογία παιδιών. Μπορεί όμως να οφείλονται και στις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι Αλβανοί εργαζόμενοι σε ορισμένους τομείς της οικονομίας κατά την ανανέωση των αδειών εργασίας και διαμονής τους [βλ. κατωτέρω]. Άλλες εθνικότητες με πολύ χαμηλό αριθμό αδειών σε σύγκριση με την παρουσία τους στις άλλες δύο κατηγορίες είναι οι προερχόμενοι από την Πολωνία, το Ιράκ, τις Φιλιππίνες, τη Συρία, τη Νιγηρία, την Αιθιοπία, και τη Σρι Λάνκα. Αν εξαιρέσουμε τους Ιρακινούς, πρόκειται για ομάδες μεταναστών-εργαζομένων και η χαμηλή αναλογία αδειών θα έπρεπε να δημιουργεί μεγάλη ανησυχία, ειδικά αφού οι Πολωνοί, οι Φιλιππινέζοι και οι Αιθίοπες είναι από τις παλαιότερες μεταναστευτικές κοινότητες στην Ελλάδα και διαθέτουν καλά εδραιωμένα δίκτυα και κοινωνική ζωή.

Από τις άλλες εθνικότητες με πολύ χαμηλή αναλογία αδειών σε σχέση με τα στοιχεία της Απογραφής, είναι προφανές ότι ορισμένες αποτελούνται σε μεγάλο βαθμό από Ελληνικής καταγωγής μετανάστες: Ρώσοι, Νοτιοαφρικανοί, Τούρκοι, και ίσως Αιγύπτιοι, Αρμένιοι και Βραζιλιάνοι. Όμως η κατάσταση έχει γίνει τόσο περίπλοκη λόγω της έλλειψης πληροφόρησης εκ μέρους της Ελληνικής πολιτείας, που είναι σχεδόν αδύνατο να καταλήξει κανείς σε συμπεράσματα βάσει των επίσημων στοιχείων. Είναι επίσης σαφές ότι και η ίδια η Ελληνική πολιτεία δεν γνωρίζει πόσοι μετανάστες χρειάζονται άδειες, πόσο καιρό βρίσκονται στην Ελλάδα, και άλλα στοιχεία.

Η διάρκεια της διαμονής των μεταναστών στην Ελλάδα είναι θέμα που έχει κάποια σημασία. Ελάχιστοι μετανάστες έχουν μπορέσει να αποκτήσουν και να διατηρήσουν νόμιμη άδεια διαμονής
[10], και επομένως πολλοί παραμένουν στη χώρα χωρίς άδεια. Ο Πίνακας A1 δίνει ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία, και πάλι προερχόμενα από την Απογραφή του 2001, σχετικά με τη διάρκεια παραμονής στην Ελλάδα. Κατά τις δηλώσεις των ερωτηθέντων, το 2001 το 50% περίπου των Αλβανών ανδρών ήταν στην Ελλάδα για 5 χρόνια, ενώ για τις γυναίκες η διάρκεια ήταν λίγο χαμηλότερη. Από τις άλλες μεγάλες ομάδες μεταναστών, μόνο οι Φιλιππινέζοι είχαν υψηλότερο ποσοστό μακρόχρονης διαμονής. Τα πορίσματα αυτά επιβεβαιώνονται από δύο άλλες μελέτες στην Αθήνα το 2003. Η μία, που διενεργήθηκε από την MRB Hellas, αφορούσε 491 μετανάστες άνω των 18 ετών με άδεια διαμονής, εθνικοτήτων βασισμένων λίγο-πολύ στα αποτελέσματα της Απογραφής. Το 50% έχει ζήσει στην Ελλάδα για 6-10 χρόνια, και το 15% για περισσότερο από 10 χρόνια (Athens News, 2003). Η άλλη έρευνα διενεργήθηκε από την ΕΛΙΑΜΠΕΠ και χρηματοδοτήθηκε από την ΕΕ. Αφορούσε 501 δομημένες συνεντεύξεις με Αλβανούς μετανάστες (331 άντρες και 178 γυναίκες) το φθινόπωρο του 2003 στην Αθήνα. Το 60% των αντρών είχαν έρθει για πρώτη φορά στην Ελλάδα πριν 8 χρόνια, και το 90% ήταν στη χώρα για περισσότερο από 5 χρόνια. Οι γυναίκες από την Αλβανία είχαν έρθει λίγο αργότερα, και μόνο το 53% διέμεναν στη χώρα για περισσότερο από 8 χρόνια (Λυμπεράκη και Μαρούκης, 2004: Προσάρτημα).

Έως το 2000, δεν είχαν εκδοθεί στην Ελλάδα μακροπρόθεσμες άδειες διαμονής (Groenendijk et al., 2000). Η διάρκεια των υφισταμένων αδειών διαμονής δεν είναι γνωστή, αν και είναι σαφές ότι πολλοί μετανάστες μακρόχρονης διαμονής (συχνά, και νόμιμης και παράνομης) εξακολουθούν να διαμένουν βάσει αδειών ενός ή δύο ετών. Πιστεύεται ότι τώρα έχουν εκδοθεί λίγες μακροπρόθεσμες άδειες, αλλά ο αριθμός τους είναι στατιστικά ασήμαντος. Η μετανάστευση μέσω δικαιωμάτων επανένωσης οικογενειών είναι θεωρητικά εφικτή, αν και οι ενώσεις των μεταναστών ισχυρίζονται ότι δεν έχει γίνει σχεδόν καμία τέτοια επανένωση και ότι η πολιτεία θέτει εμπόδια. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία γι' αυτό το θέμα. Τέλος, η έκταση των απελάσεων λόγω παράνομης διαμονής είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος. Και πάλι, το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης αρνείται να παράσχει τα στοιχεία επισήμως, αν και αυτά έχουν γίνει γνωστά μέσω διαφόρων προσωπικών και πολιτικών επαφών. Ο Πίνακας A2 δείχνει τον συνολικό αριθμό "επαναπροωθημένων" από επιδρομές της αστυνομίας στην Αθήνα και αλλού. Οι περισσότερες απελάσεις ήταν προς την Αλβανία. Οι αριθμοί αυτοί είναι σημαντικοί και δεν παρατηρούνται ανάλογοι σε καμία άλλη Ευρωπαϊκή χώρα, αν μη τι άλλο επειδή το διεθνές και εθνικό δίκαιο πρέπει να προστατεύει τους μετανάστες από αυθαιρεσίες εκ μέρους αξιωματούχων του κράτους.

Έτσι, το πρώτο μεγάλο βήμα για την ένταξη –η εξασφάλιση νομιμότητας- δεν έχει υλοποιηθεί για τη μεγάλη πλειοψηφία των μεταναστών, οι περισσότεροι από τους οποίους μένουν στην Ελλάδα για περισσότερο από 5 χρόνια. Ειδικότερα, ορισμένες ομάδες μεταναστών βρίσκονται στη χώρα περισσότερο από μία δεκαετία, αλλά φαίνεται να παραμένουν σε αβέβαιη κατάσταση. Οι μόνες ομάδες μεταναστών στην Ελλάδα που αισθάνονται ασφάλεια ως προς τη νομιμότητά τους είναι πολίτες χωρών της ΕΕ και οι Ελληνικής καταγωγής μετανάστες. Οι Πολωνοί και οι άλλοι μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη ίσως περίμεναν απλώς να τους καλύψει η συμμετοχή των χωρών τους στην ΕΕ. Για τους υπόλοιπους, η νέα Οδηγία της ΕΕ σχετικά με τη μακρόχρονη διαμονή προσφέρει μία ελπίδα για τον καλύτερο χειρισμό των δικαιωμάτων των μεταναστών στην Ελλάδα.

(β) Αγορά εργασίας
Παρά τις αυστηρές απαιτήσεις της Ελληνικής πολιτείας ως προς συμβάσεις απασχόλησης, μεγάλες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, και άλλα δικαιολογητικά από μετανάστες στην Ελλάδα που ζητούν μονοετείς άδειες εργασίας, δεν υπάρχουν στοιχεία για τη φύση της απασχόλησης των μεταναστών. Τα μόνα στοιχεία που παρέχουν πληροφορίες για την εργασία των μεταναστών είναι αυτά της Απογραφής του 2001, οι εγγραφές σε ένα ταμείο κοινωνικής ασφάλισης (το ΙΚΑ), και ορισμένες ανεξάρτητες μελέτες.

Ο Πίνακας A3 δείχνει τις δηλώσεις των ερωτηθέντων περί απασχόλησης των ανδρών που προέρχονται από τις μεγαλύτερες ομάδες. Δυστυχώς, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία δεν έχει δημοσιοποιήσει τα στοιχεία για δευτερεύουσες ασχολίες, που είναι συχνά σημαντική παράμετρος στην απασχόληση των μεταναστών. Όπως φαίνεται στον Πίνακα A3, η κύρια εθνικότητα ξένων εργαζομένων είναι η Αλβανική, και η πιο σημαντική τους δραστηριότητα είναι οι οικοδομικές εργασίες. Οι άνδρες Αλβανοί εργαζόμενοι έχουν επίσης σημαντική παρουσία στη γεωργία, στη βιομηχανία και στον τουρισμό. Ο Πίνακας A4 δείχνει το ποσοστό των ανδρών κάθε εθνικότητας που αντιστοιχεί σε κάθε απασχόληση. Διαπιστώνεται ότι τα προφίλ κάθε εθνικότητας είναι αρκετά διαφορετικά. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι η εθνική ειδίκευση τείνει να αναπαράγεται ως στερεότυπο, γεγονός που επιβεβαιώνεται καθαρά για ορισμένες εθνικότητες. Οι Πολωνοί και Γεωργιανοί εργαζόμενοι επικεντρώνουν στις οικοδομικές εργασίες, σε ποσοστό συγκέντρωσης υψηλότερο και από αυτό των Αλβανών. Οι Ινδοί εργαζόμενοι ειδικεύονται στη γεωργία (κυρίως καλλιέργειες ανθέων), οι Βούλγαροι επίσης στη αγροτικές εργασίες, αλλά διαφορετικού τύπου από εκείνες των Ινδών, και οι προερχόμενοι από το Μπανγκλαντές και το Πακιστάν απαντώνται περισσότερο στη βιομηχανία, με τους πρώτους να έχουν παρουσία και στον τουρισμό.

Στη γυναικεία απασχόληση, ο Πίνακας A5 δείχνει και πάλι την κυριαρχία των Αλβανών στην αγορά εργασίας, αυτή τη φορά στην κατηγορία που καλείται "Διάφορα".
[11] Μπορούμε να υποθέσουμε ότι σε μεγάλο βαθμό αυτό αναφέρεται στη δραστηριότητα της οικιακής βοηθού. Αν εξετάσουμε πιο λεπτομερώς τα ποσοστά του Πίνακα A6, αυτή είναι η κύρια δραστηριότητα των γυναικών όλων των εθνικών ομάδων, και στην περίπτωση των Φιλιππινέζων σχεδόν η αποκλειστική. Οι Ρουμάνες ασχολούνται πολύ λιγότερο με τις οικιακές εργασίες και έχουν σημαντική παρουσία στον τουρισμό και στον αγροτικό τομέα. Οι γυναίκες από τη Ρωσία, τη Βουλγαρία κα την Αλβανία επίσης παρουσιάζουν υψηλότερη διαφοροποίηση, με παρουσία και στον αγροτικό τομέα, στη βιομηχανία, και στον τουρισμό.

Θεωρητικά, τα στοιχεία για τα ποσοστά απασχόλησης και ανεργίας είναι διαθέσιμα σε όλες τις χώρες της ΕΕ μέσω της τριμηνιαίας Επισκόπησης Εργατικού Δυναμικού. Στην Ελλάδα, το πλαίσιο-δείγμα που χρησιμοποιείται έως τώρα είναι αυτό της Απογραφής του 1991, στην οποία καταγράφηκαν ελάχιστοι μετανάστες. Έτσι, τα αποτελέσματα της Επισκόπησης θεωρούνται εντελώς αναξιόπιστα από τη Στατιστική Υπηρεσία, παρά το γεγονός ότι ο ΟΟΣΑ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα δημοσιεύουν και τα επικαλούνται τακτικά. Επιπλέον, η απασχόληση μεταναστών είναι συχνά προσωρινή και κυκλική, οπότε οι ορισμοί περί ανεργίας στερούνται μεγάλης σημασίας. Άντ' αυτών, χρειαζόμαστε δείκτες της υπο-απασχόλησης, η οποία δεν είναι εύκολο να μετρηθεί.

Δεν υπάρχουν στοιχεία για τη συμμετοχή στην ανεπίσημη οικονομία. Και πάλι, τα στοιχεία αυτά θα είναι πιθανότατα περίπλοκα και θα υπάρχει αλληλοκάλυψη με αυτά της επίσημης απασχόλησης. Η Ελληνική πολιτεία δεν έχει προβεί σε έρευνες σχετικά με τα αποτελέσματα των δύο νομιμοποιήσεων, ούτε διαθέτει στοιχεία για τα αποτελέσματα της νομιμοποίησης του 2001.

Η έρευνα που διενήργησε η MRB Hellas διαπίστωσε ποσοστό απασχόλησης 80%, αλλά δεν αναλύει αυτό το αποτέλεσμα ανά φύλο και εθνικότητα. Διαπίστωσε επίσης ότι ανά τύπο απασχόλησης τα ποσοστά είναι κατά μέσο όρο 23% στις οικοδομικές εργασίες, 20% στις τεχνικές εργασίες, 13% στο εμπόριο, και 13% στις δραστηριότητες οικιακού βοηθού. Η έρευνα της ΕΛΙΑΜΕΠ για τους Αλβανούς στην Αθήνα είναι πιο χρήσιμη ως προς παροχή στοιχείων. Για τους Αλβανούς άνδρες, διαπιστώνει ότι το 41% εργάζεται στις οικοδομικές εργασίες, το 31% στη βιομηχανία, και το 25% σε επιχειρήσεις ή αυτο-απασχολείται. Για τις γυναίκες, η δραστηριότητα της οικιακής βοηθού αναλογεί στο 34%, ενώ το 35% είναι, εθελουσίως ή όχι, άνεργες. Η θέση εργασίας συνήθως βρίσκεται μέσω συγγενών ή φίλων (77%), ενώ οι ενώσεις μεταναστών δεν φαίνεται να έχουν σημαντικό ρόλο στην εξεύρεση εργασίας. Τα στοιχεία περί οικογενειακού εισοδήματος δείχνουν ότι το μέσο εισόδημα είναι λίγο περισσότερο από €900 ανά μήνα. Το εισόδημα του 60% του δείγματος ήταν υψηλότερο των €900 (Λυμπεράκη και Μαρούκης, 2004).

Τα στοιχεία αυτά είναι τα καλύτερα που έχουμε έως τώρα για την απασχόληση των μεταναστών, αλλά δεν μας λένε πολλά για την έκταση της ένταξης για τους εξής λόγους:
· Η έρευνα καλύπτει μόνο τους Αλβανούς μετανάστες
· Δεν παρέχεται ανάλυση του είδους της απασχόλησης σε σχέση με το επίπεδο μόρφωσης ή επαγγελματικών δεξιοτήτων
· Δεν παρέχεται σύγκριση των εσόδων των μεταναστών με τα έσοδα των Ελλήνων ανά επίπεδο μόρφωσης ή επαγγελματικών δεξιοτήτων
· Δεν παρέχεται σύγκριση των αποδοχών με τις αποδοχές Ελλήνων εργαζομένων σε ανάλογες θέσεις
· Δεν παρέχεται σταθερή σύγκριση του οικιακού εισοδήματος με αυτού των Ελληνικών νοικοκυριών

Συνεπώς, τα στοιχεία αυτά δεν επιτρέπουν άμεση αξιολόγηση της ένταξης των μεταναστών στην αγορά εργασίας, πέρα από το να δείξουν ότι οι Αλβανοί βρίσκονται σε καλύτερη θέση απ' ότι πριν δέκα χρόνια.

Συμμετοχή σε προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης
Τα μόνο διαθέσιμα στοιχεία προέρχονται από το ΙΚΑ, το μεγαλύτερο ταμείο εργαζομένων (υπαλλήλων), και αφορούν το 2002. Άλλα μεγάλα ταμεία, όπως ο ΟΓΑ (γεωργία) και το ΤΕΒΕ (ελεύθεροι επαγγελματίες), δεν παρέχουν κανένα στοιχείο για τους μη Έλληνες ασφαλισμένους. Ο Πίνακας A7 δείχνει την ονομαστική συμμετοχή
[12] στο ΙΚΑ ανά εθνικότητα, για το 2002. Οι μετανάστες αποτελούν το 14% περίπου των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ, και αριθμούσαν 327.391 το 2002. Οι μισοί περίπου είναι Αλβανοί. Τα διαθέσιμα στοιχεία διαφοροποιούν μόνο μεταξύ οικοδομικών και μη οικοδομικών δραστηριοτήτων: Ο Πίνακας A8 δείχνει ότι εκτός του οικοδομικού τομέα οι περισσότεροι ασφαλισμένοι είναι Αλβανοί άνδρες, και ακολουθούν οι γυναίκες από την Αλβανία, τη Ρωσία, και τη Βουλγαρία. Πιστεύεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της γυναικείας απασχόλησης αφορά τη δραστηριότητα της οικιακής βοηθού, αλλά αυτό δεν είναι εντελώς βέβαιο. Στον οικοδομικό τομέα, ο Πίνακας A9 δείχνει ότι οι Αλβανοί είναι η μόνη σημαντική εθνική ομάδα. Αποτελούν το 27% περίπου όλων των ασφαλισμένων οικοδόμων και το 75% των μεταναστών οικοδόμων. Στην πραγματικότητα, λόγω της εκτενούς ανεπίσημης οικονομίας σε αυτόν τον χώρο, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι μετανάστες αποτελούν υψηλότερο ποσοστό των οικοδόμων (υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτό πράγματι συμβαίνει). Τέλος, οι Πίνακες A10 και A11 δείχνουν τα επίπεδα των εισφορών στο σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης. Οι μετανάστες υστερούν ελαφρά έναντι των Ελλήνων στην κατηγορία των 50 ενσήμων, και υστερούν σημαντικά στα μεγαλύτερα ποσά. Αυτό αντανακλά την πιο αδύναμη θέση των μεταναστών στην αγορά εργασίας, και ειδικότερα τη σπανιότητα μονίμων συμβάσεων πλήρους απασχόλησης και την άρνηση των εργοδοτών να καταβάλλουν εισφορές κοινωνικής ασφάλισης in toto.

Τα επίπεδα κοινωνικής ασφάλισης έχουν μεγάλη σημασία, αφού συνήθως απαιτούνται 300 ένσημα για την ανανέωση αδειών εργασίας. Όπως φαίνεται στον Πίνακα A11, ακόμη και οι Έλληνες οικοδόμοι δεν έχουν 300 ένσημα. Έτσι η αμφίβολη θέση των μεταναστών στην αγορά εργασίας μεταφράζεται άμεσα σε αμφίβολο νομικό καθεστώς.

Αυτο-απασχόληση
Όπως αναφέρεται και ανωτέρω, η αυτο-απασχόληση μπορεί να αποτελέσει την οδό προς την ένταξη για τις κοινότητες των μεταναστών: στην Ελλάδα, αυτό μπορεί να θεωρηθεί είτε ως πιθανό σενάριο (αφού οι Έλληνες έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό ελεύθερων επαγγελματιών στην ΕΕ), ή ως μη πιθανό (για τον ίδιο λόγο). Για τη μεγαλύτερη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 την επιλογή αυτή απολάμβαναν ελάχιστοι μετανάστες, λόγω των αυστηρότατων περιορισμών επί όλων των μη Ελλήνων (περιλαμβανομένων πολιτών της ΕΕ) που επιθυμούσαν να ασκήσουν επιχειρηματικές ή χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, σε συνδυασμό με την απουσία ασφαλούς νομικού καθεστώτος για τους περισσότερους μετανάστες. Η κατάσταση αυτή άλλαξε με την πρωτοβουλία νομιμοποίησης του 1998, η οποία φαίνεται να επέτρεψε ανεπίσημα στους κατόχους "Πράσινης Κάρτας" να μεταβάλλουν τον χαρακτηρισμό τους και να δηλωθούν ως ελεύθεροι επαγγελματίες.
[13] Μία έρευνα εφημερίδας το 2001 διαπίστωσε ότι κατά το 2000 είχαν ιδρυθεί περίπου 2.900 νέες επιχειρήσεις από μετανάστες προερχόμενους από περισσότερες από 90 χώρες, εκ των οποίων το 35% ήταν Αλβανικές.[14] Προηγουμένως, υπήρχαν μόνο 5.900 ξένες επιχειρήσεις, η πλειοψηφία των οποίων ήταν στην Αθήνα.

Οι περισσότερες πρόσφατες ανεξάρτητες έρευνες δείχνουν ότι η επιχειρηματικότητα στα πλαίσια της εθνικής κοινότητας έχει εξελιχθεί σε σημαντική δραστηριότητα για τους μετανάστες στην Ελλάδα. Μία κατηγορία, αυτή των πλανοδίων πωλητών, παραμένει αποκλεισμένη, αφού οι άδειες εξακολουθούν να παραχωρούνται μόνο σε Έληγες: φαίνεται ότι έχουν εκδοθεί μόνο 165 τέτοιες άδειες για την Αθήνα, ενώ εκτιμάται ότι υπάρχουν 4.000 μετανάστες που εργάζονται ως πλανόδιοι πωλητές (Athens News, 2003). Η τοπική αυτοδιοίκηση αντέδρασε το 2004 χρησιμοποιώντας πιο επιθετική αστυνόμευση για την απομάκρυνση παράνομων πωλητών από τους δρόμους, ειδικά μετά τις πρόσφατες πιέσεις εκ μέρους Ελλήνων καταστηματαρχών περί αθέμιτου ανταγωνισμού. Οι αρχές επικαλούνται τους Ολυμπιακούς Αγώνες ως "λόγο" για την απομάκρυνση όλων των παράνομων εμπόρων και δεν σχεδιάζουν να εκδώσουν ούτε μία επιπλέον άδεια.

Στην περίπτωση των νομίμων καταστημάτων και άλλων επιχειρήσεων, δεν είναι δυνατό να μετρηθεί η έκτασή τους, αφού καμία κρατική υπηρεσία δεν παρακολουθεί αυτές τις εξελίξεις (Athens News, 2003). Η έρευνα που διενήργησε το 2003 η ΕΛΙΑΜΕΠ διαπίστωσε ότι υψηλό ποσοστό του δείγματος των Αλβανών στο οποίο βασίστηκε (έως και 24% των ανδρών και 19% των γυναικών) εργάζονταν ως ελεύθεροι επαγγελματίες, σε επιχειρήσεις όπως μικρά καταστήματα, κιόσκια, πάγκοι αγορών, μικρά συνεργεία (π.χ. τσαγκαράδικα), επιδιορθώσεις ενδυμάτων, υπηρεσίες καθαρισμού κτιρίων, εστιατόρια γρήγορου φαγητού και καφετέριες. Στην έρευνα αναφερόταν μάλιστα και ένα εργοστάσιο χαρτοποιίας. Ο ένας στους τρεις ήταν Ελληνικής καταγωγής – αναλογία αρκετά υψηλότερη από την παρουσία αυτής της κατηγορίας στο δείγμα.

Μία περιορισμένης εμβέλειας μελέτη σε μικρή περιοχή της Αθήνας το 2003 διαπίστωσε μεγάλη γκάμα εθνικοτήτων στις επιχειρήσεις ξένων (περιλαμβάνονταν επιχειρηματίες από τη Νιγηρία, την Αρμενία και τον Λίβανο, Κούρδοι, από το Σουδάν, από την Αίγυπτο, το Ιράκ, τη Συρία, την Ινδία, το Πακιστάν, το Μπανγκλαντές, και την Κίνα), με τους Κινέζους να πλειοψηφούν (Kolios 2004: 6). Ο Χάρτης 1 δείχνει την κατανομή ανά εθνικότητα. Επιπλέον, προσφέρουν ευρεία γκάμα αγαθών, ο συνδυασμός των οποίων διαφέρει από το κύριο ρεύμα της Ελληνικής οικονομίας. Ο Χάρτης 2 δείχνει τις κύριες υπηρεσίες κάθε επιχείρησης (περιλαμβάνονται κινητά τηλέφωνα, μεταβιβάσεις χρημάτων, νωπό κρέας, κ.α.), αν και συνήθως οι υπηρεσίες που παρέχουν είναι πιο σύνθετες και είναι δύσκολο να αναφερθούν συνοπτικά.

Κατά τον Kolios, οι περισσότερες από τις επιχειρήσεις που μελέτησε (20, 15 συνεντεύξεις με ιδιοκτήτες) είχαν ιδρυθεί μετά τη νομιμοποίηση του 1998. Αυτές που είχαν ιδρυθεί νωρίτερα βασίζονταν σε επιχειρηματικές συνεργασίες με Έλληνες, διμερείς συμφωνίας μετανάστευσης, φοιτητικές βίζες, και πιθανότατα σε κενά της νομοθεσίας. Η χρηματοδότηση προερχόταν κατά κύριο λόγο από αποταμίευση χρημάτων από εργασία στην Ελλάδα, ενώ στη δεύτερη θέση ήταν οι πωλήσεις ακινήτων στη χώρα προέλευσης. Τα δάνεια από φίλους, συγγενείς ή εθνικές κοινότητες στην Ελλάδα ήταν σχετικά ασήμαντα (Kolios 2004: 10). Οι συνεργασίες με το κύριο ρεύμα της οικονομίας ήταν εκτενείς, ενώ αναφέρθηκαν και ορισμένες διεθνείς επαφές με ομοεθνείς σε άλλες πόλεις της ΕΕ. Οι ενδείξεις για την ανάπτυξη εθνικών οικονομιών ήταν λίγες ή μηδενικές, είτε ως προς δεσμούς με άλλους μετανάστες-επιχειρηματίες, ή ως προς αποκλειστική πελατεία. Οι καταστηματάρχες ήταν απρόθυμοι να σχολιάσουν την αναλογία Ελλήνων και ξένων πελατών – μόνο δύο απάντησαν στη σχετική ερώτηση (Kolios 2004: 13). Όμως είναι αρκετά πιθανό ότι οι μετανάστες γνωρίζουν την πολιτική ευαισθησία των Ελλήνων σε τέτοια θέματα. Συνεπώς, δεν είμαστε σε θέση να καταλήξουμε σε βέβαια συμπεράσματα ως προς τη λειτουργία αυτών των επιχειρήσεων.

(γ) Στέγαση και αστικό περιβάλλον
Η σημασία και τα αποτελέσματα της μετανάστευσης στην Ελληνική αγορά στέγης δεν έχουν ερευνηθεί σχεδόν καθόλου. Υπάρχουν στοιχεία από την Απογραφή του 2001, ορισμένα από τα οποία δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα, αλλά χωρίς να παρέχονται αρκετές λεπτομέρειες που να μας επιτρέπουν να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα. Ο Πίνακας A3 δείχνει τις γενικές κατηγορίες της οικιστικής κατάστασης σε όλη την Ελλάδα ως προς Έλληνες, πολίτες της ΕΕ, και πολίτες τρίτων χωρών. Οι Έλληνες παρουσιάζουν ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκτησίας κατοικίας στην Ευρώπη – σχεδόν 80%. Στον Πίνακα A3, το σύνολο για την Ελλάδα δεν καταγράφει το ποσοστό ιδιοκτησίας κατοικιών των Ελλήνων αλλά όλων των κατοίκων της χώρας - 71% ιδιοκατοίκηση, και 18% ενοικιαζόμενη κατοικία. Η εικόνα για τους μετανάστες από χώρες εκτός της ΕΕ είναι σχεδόν ακριβώς η αντίστροφη – το 16% είναι ιδιοκτήτες και το 68% ενοικιαστές. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει επίσης ότι στους μετανάστες στην Ελλάδα (από την ΕΕ και από χώρες εκτός ΕΕ) αναλογεί το 25% όλων των ενοικιαζόμενων κατοικιών.

Ο Πίνακας A4 δίνει το μέγεθος των ιδιωτικών κατοικιών για όλη την Ελλάδα, τους πολίτες ΕΕ, και τους μετανάστες από χώρες εκτός της ΕΕ. Τόσο στο σύνολο όσο και για τους πολίτες ΕΕ, η αναλογία των νοικοκυριών με περισσότερα από πέντε πρόσωπα είναι χαμηλή (9% και 5% αντίστοιχα). Για μετανάστες από χώρες εκτός της ΕΕ το ποσοστό είναι 15%, ενώ ο αριθμός των νοικοκυριών με πέντε πρόσωπα είναι επίσης υψηλότερος. Τα πιο λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις ηλικίες των μελών των νοικοκυριών (δεν παρατίθενται εδώ) δείχνουν ότι στα πολύ μεγάλα νοικοκυριά κυριαρχούν άτομα ηλικίας 20-40 ετών, ενώ στα νοικοκυριά πέντε προσώπων η γκάμα είναι μεγαλύτερη (10-50). Από τα διαθέσιμα στοιχεία δεν προκύπτει αν τα μεγάλα νοικοκυριά είναι οικογένειες με νέους γονείς και παιδιά, ή αν περιλαμβάνονται και νοικοκυριά με πρόσωπα εκτός της οικογένειας. Πάντως είναι πιθανότερο ο λόγος που προκαλεί τον συνωστισμό και τα μεγάλα νοικοκυριά να είναι η σχετική πενία των νεαρότερων οικογενειών.

Όσον αφορά τις διακρίσεις στην αγορά στέγης, δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία. Ο Χατζηπροκοπίου (2003) αναφέρει ότι από δείγμα έρευνας στη Θεσσαλονίκη προκύπτει ότι η άρνηση ιδιοκτητών να ενοικιάσουν σε Αλβανούς δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα για τους τελευταίους. Στην Αθήνα, διάφορες έρευνες (στην εφημερίδα Athens News, 21/3/03, Baldwin-Edwards [2004c]) αναφέρουν το φαινόμενο που παρατηρείται με τις αγγελίες, όπου οι ιδιοκτήτες αρνούνται να ενοικιάσουν ακίνητα σε ξένους. Εκφράζονται ακόμη αιτιάσεις ότι από το 2003 οι μετανάστες καλούνται να καταβάλλουν υψηλότερα ενοίκια. Πάντως είναι αδύνατο να επιβεβαιωθεί η έκταση του φαινομένου.

Οι νόμιμοι μετανάστες έχουν θεωρητικά πρόσβαση σε κρατικά επιδοτούμενη στέγη, αλλά στην πράξη λίγοι μετανάστες την έχουν αποκτήσει λόγω της περιορισμένης ασφαλιστικής κάλυψής τους πριν το 1998. Οι απαιτήσεις του ΟΕΚ πληρούνται δύσκολα ακόμη και από Έλληνες (π.χ., ένας άγαμος πρέπει να παρουσιάσει ένσημα κοινωνικής ασφάλισης επί δέκα έτη). Στην περίπτωση των μεταναστών, αποτελούν έμμεση και δομική διάκριση, αν και οι Αλβανοί που έχουν μεγάλες οικογένειες ίσως ευνοούνται. Οι απαιτήσεις παρουσιάζονται στον κατωτέρω πίνακα:

Ελάχιστες ημέρες ασφαλισμένης εργασίας για συμμετοχή στο Στεγαστικό Πρόγραμμα του ΟΕΚ
Εργαζόμενος με 2 παιδιά
1500 εργάσιμες ημέρες
Εργαζόμενος με 3 παιδιά
1000 εργάσιμες ημέρες
Εργαζόμενος με 4 παιδιά
750 εργάσιμες ημέρες
Εργαζόμενος με 5-9 παιδιά
400 εργάσιμες ημέρες
Εργαζόμενος με 4-9 παιδιά και ένα μέλος της οικογένειας με ειδικές ανάγκες
300 εργάσιμες ημέρες
Εργαζόμενος με περισσότερα από 10 παιδιά
100 εργάσιμες ημέρες
Πολιτικοί πρόσφυγες (Έλληνες) ή τυφλοί
750 εργάσιμες ημέρες
Άτομα με σοβαρές ειδικές ανάγκες ή παραπληγικοί
300 εργάσιμες ημέρες
νέα ζευγάρια
1200 εργάσιμες ημέρες
σεισμοπαθείς
900 εργάσιμες ημέρες
άγαμοι
3000 εργάσιμες ημέρες
Στοιχεία: ΟΕΚ

Η στέγαση στην Αθήνα
Για την ίδια την πόλη των Αθηνών, η ΔΕΠΟΣ
[15] διενήργησε ορισμένες μελέτες το 1999. Τα αποτελέσματα παρουσιάζονται στον Πίνακα A5. Στο δείγμα της έρευνας περιλαμβάνονταν Έλληνες "χαμηλού εισοδήματος" (14%), μη Αλβανοί μετανάστες (5%), και Αλβανοί μετανάστες (3%). Οι υπόλοιποι ήταν ομάδες Ελλήνων Αθηναίων με υψηλότερα εισοδήματα. Σε πολλά σημεία παρατηρούνται μεγάλες ομοιότητες μεταξύ των συνθηκών στέγασης των φτωχών Ελλήνων και των μεταναστών: περιλαμβάνουν την ηλικία των κτιρίων (το 30% έχει ανεγερθεί πριν το 1960), την έλλειψη βασικών ανέσεων (11%), τα δωμάτια ανά πρόσωπο (0,7), κλπ. Συναποτελούν μία κατάσταση που διαφέρει πολύ από τις συνθήκες διαβίωσης του γενικότερου Ελληνικού πληθυσμού. Όμως σε ορισμένα συγκεκριμένα σημεία, η κατάσταση των μεταναστών ήταν ακόμη χειρότερη από αυτή των φτωχών Ελλήνων: τα σημεία αυτά ήταν το ποσοστό συμβίωσης, το ποσοστό κατοικιών με λιγότερο από 25τ.μ. ανά πρόσωπο, και άλλοι δείκτες ανεπαρκούς χώρου.

Η πιο πρόσφατη έρευνα της ΕΛΙΑΜΕΠ για τους Αλβανούς στην Αθήνα παρέχει και επιπλέον στοιχεία (Λυμπεράκη και Μαρούκης, 2004). Η έρευνα διαπιστώνει ότι ο συνωστισμός ήταν "δευτερεύον θέμα", ειδικά στην περίπτωση μεγάλων νοικοκυριών με 5-7 μέλη, που αποτελούσαν το 30% του δείγματος. (Ένα σημείο που χρειάζεται προσοχή εδώ είναι ότι ίσως οι ερωτηθέντες ήταν απρόθυμοι να παραδεχθούν ότι αντιμετωπίζουν στεγαστικά προβλήματα, και ότι ένα "δευτερεύον θέμα" μπορεί στην πραγματικότητα να είναι σοβαρό.) Το 78% των Αλβανών ζούσαν με τις οικογένειές τους, γεγονός που δείχνει ότι τα τελευταία λίγα χρόνια η επανένωση οικογενειών έχει εξελιχθεί σε μαζικό φαινόμενο. Το 50% περίπου των μισθωμάτων ήταν στα επίπεδα των €200-300, και το 37% κάτω από €200: τα μισθώματα αυτά είναι πολύ χαμηλά, ακόμη και για μεσαίου μεγέθους ακίνητα στις φθηνότερες περιοχές της Αθήνας. Το 37% των ερωτηθέντων ζούσαν στο κέντρο της πόλης, και μόνο το 24% του δείγματος είχαν ζήσει πάνω από 6 χρόνια στην ίδια κατοικία. Το ποσοστό ιδιοκτησίας κατοικιών αναφέρεται ως χαμηλό, αλλά δεν προσδιορίζεται.

Αστικό περιβάλλον
Ο πληθυσμός των μεταναστών στην Αθήνα δεν αντανακλά ακριβώς τον πληθυσμό των μεταναστών στην Ελλάδα γενικά. Ο Πίνακας A6 παρουσιάζει ορισμένα στοιχεία για τον ξένο πληθυσμό από την Απογραφή του 2001, για τους μετανάστες στην Αθήνα και τη μεγαλύτερη πλησίον περιοχή, την Ανατολική Αττική. Πέρα από τον αναμενόμενο όγκο των Αλβανών (52% των μεταναστών), αναπάντεχα υψηλό ήταν το ποσοστό των Πολωνών (3,3%), που υπερέβαινε αυτό των Βουλγάρων, Ρουμάνων, και Ουκρανών. Σημαντική παρουσία στην Αθήνα έχουν επίσης οι προερχόμενοι από το Πακιστάν, το Ιράκ, την Τουρκία, και τις Φιλιππίνες. Στην Ανατολική Αττική οι Πακιστανοί και οι Ινδοί παρουσιάζουν αναπάντεχα υψηλό ποσοστό, και οι Αλβανοί αποτελούν το 63% των μεταναστών, παρά την παρουσία μεγάλου αριθμού Βρετανών, Αμερικανών, και Κυπρίων.

Οι Αλβανοί αποτελούν τη μεγαλύτερη ομάδα μεταναστών στην Αθήνα. Αριθμούν 145.000 ή το 5% του συνολικού πληθυσμού της Αθήνας. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, οι μετανάστες μισθώνουν το 25% της συνολικής αγοράς ενοικίασης κατοικιών. Θα περίμενε κανείς ότι αυτό θα είχε μεγάλες επιπτώσεις σε μία πόλη σαν την Αθήνα. Σε όλη τη Νότιο Ευρώπη, ο Malheiros αναφέρει τον αυξανόμενο εθνικό διαχωρισμό των πληθυσμών στις πόλεις της Μεσογείου. Παραδοσιακά, η Μεσογειακή πόλη δεν παρουσίαζε σχεδόν καθόλου κοινωνικο-γεωγραφικές διαχωριστικές γραμμές, λόγω του τρόπου δόμησης, της αστικής ανάπτυξης, και της μορφής του καπιταλισμού που ίσχυε (Λεοντίδου, 1985). Πρόσφατα, ο Malheiros παρατηρεί την αλληλεπίδραση μεταξύ αστικής ανάπτυξης και του μεταναστευτικού φαινομένου στη Νότιο Ευρώπη, έτσι ώστε "οι περιοχές στις οποίες συγκεντρώνονται οι μετανάστες είναι αυτές που παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα κοινωνικής και στεγαστικής στέρησης. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο διαχωρισμός των περιοχών κατοικίας εθνικών ομάδων είναι εν μέρει έκφραση κοινωνικού αποκλεισμού" (Malheiros, 2002: 107).

Με δεδομένη τη σχεδόν παντελή έλλειψη μελετών γι' αυτό το θέμα στην Αθήνα, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι υποθέσεις βάσει ενδείξεων και εμπειριών: Φαίνεται ότι οι επιλογές των μεταναστών αποτελούν το αναγκαίο συμπλήρωμα της μαζικής εξόδου των Ελλήνων προς τα υγιέστερα, πιο δροσερά και εύπορα βόρεια προάστια. Είναι επίσης πιθανό η συμμετοχή των μεταναστών στη στεγαστική αγορά να έχει οδηγήσει τις τιμές των ενοικίων υψηλότερα [αυξάνονται κατά άνω του 20% ετησίως από το 1997] και να έχει μειώσει τις πιέσεις στους ιδιοκτήτες να εκσυγχρονίσουν και να βελτιώσουν την ποιότητα των φθηνότερων ακινήτων. Οι κοινωνικο-χωρικές συγκεντρώσεις μεταναστών σε ορισμένες φτωχότερες περιοχές της Αθήνας θα πρέπει να απασχολήσουν τις τοπικές αρχές: αν και προς το παρόν δεν υπάρχει προφανές πρόβλημα και δεν έχουν αναπτυχθεί γκέτο, αυτό θα μπορούσε εύκολα να αλλάξει. Οι μεγάλες συγκεντρώσεις κατοίκων που υστερούν στο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο είναι επικίνδυνες ανεξαρτήτως της εθνικότητάς τους. Η εθνική διάσταση απλώς προσθέτει στα ενδεχόμενα προβλήματα.

ΔΕΙΚΤΕΣ ΣΤΑΔΙΟΥ ΔΥΟ: οικογενειακή ομαδοποίηση και εγκατάσταση

(δ) Παιδεία και γλώσσα

Τα μορφωτικά προφίλ των ομάδων μεταναστών δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς, αν και θα ήταν πολύ χρήσιμα κατά την εκτίμηση θεμάτων ένταξης στην αγορά εργασίας και κοινωνικής ένταξης, όπως π.χ. η διαρκής εκπαίδευση. Οι Πίνακες A7 και A8 παρουσιάζουν επεξεργασία στοιχείων από την Απογραφή του 2001. Τα στοιχεία αυτά παρουσιάζουν πολλά προβλήματα, και συνεπώς πρέπει να αντιμετωπίζονται προσεκτικά: πρώτον, βασίζονται σε δηλώσεις των ίδιων των ερωτηθέντων, δεύτερον, είναι δύσκολο να γίνουν συγκρίσεις μεταξύ διαφορετικών χωρών ως προς εξετάσεις και διπλώματα, και τρίτον, μπορεί οι ερωτηθέντες να ερμήνευσαν εσφαλμένα την ερώτηση.
[16]

Εξετάζοντας τα προφίλ των αριθμητικά μεγάλων ομάδων, βλέπουμε ότι τα χαμηλότερα μορφωτικά επίπεδα παρουσιάζουν οι Αλβανοί και άλλες ομάδες προερχόμενες από την Ασία (εκτός των Φιλιππίνων). Τα υψηλότερα μορφωτικά επίπεδα παρουσιάζουν οι πολίτες χωρών της ΕΕ, της Κύπρου, των Η.Π.Α., και των περισσότερων χωρών του πρώην Σοβιετικού μπλοκ. Ο Πίνακας A12 παρουσιάζει γράφημα με τις αναλογίες μορφωτικού επιπέδου ανά ομάδα μεταναστών: απλώς και μόνο λόγο του μεγάλου αριθμού τους, οι Αλβανοί αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα της κατηγορίας με μόρφωση χαμηλότερη της υποχρεωτικής [στ. 7-10]. Όμως, ακόμη και στο επίπεδο πανεπιστημιακών διπλωμάτων και άλλων τυπικών προσόντων, οι Αλβανοί παρουσιάζουν ποσοστά 30-50%. Οι πολίτες ΕΕ, Η.Π.Α. και Κύπρου κυριαρχούν μόνο στο πεδίο των μεταπτυχιακών διπλωμάτων.

Σχολική εκπαίδευση
Ο αριθμός των παιδιών μεταναστών που φοιτούν σε Ελληνικά δημόσια σχολεία έχει αυξηθεί εντυπωσιακά από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, αν και ακόμη και τα πιο βασικά στοιχεία αμφισβητούνται. Αυτό συμβαίνει κυρίως λόγω της εμμονής του Υπουργείου Παιδείας, και των προνομιούχων ερευνητών που έχουν πρόσβαση στα μη δημοσιοποιημένα στοιχεία του, να διαιωνίζουν έναν σχεδόν προπαγανδιστικό τρόπο παρουσίασης των στοιχείων που προβαίνει σε περίπλοκες και ανύπαρκτες διακρίσεις μεταξύ αλλοδαπών που δεν είναι Ελληνικής καταγωγής (αλλογενείς) και αλλοδαπών Ελληνικής καταγωγής (ομογενείς). Στην περίπτωση των Αλβανών, η διάκριση αυτή είναι ιδιαίτερα άσχετη και περιττή. Επίσης δεν είναι χρήσιμη όταν αναφέρεται στους Έλληνες από τον Πόντο ή τη Ρωσία, αφού ελάχιστα από τα παιδιά αυτά γνώριζαν την Ελληνική γλώσσα ή τη διδακτέα ύλη στα Ελληνικά σχολεία όταν ήρθαν στην Ελλάδα.

Ο Πίνακας A9 παρουσιάζει μία εκδοχή για τον αριθμό των παιδιών των μεταναστών που φοιτούν στα δημόσια σχολεία. Καθ' όσο γνωρίζουμε, δεν υπάρχουν επίσημες πηγές δημοσιευμένων στοιχείων σχετικά. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, τα παιδιά μεταναστών στα δημόσια γυμνάσια και λύκεια έχουν αυξηθεί από 14.000 [από τα οποία τα 10.000 σχεδόν ήταν Ελληνικής καταγωγής] το σχολικό έτος 1995/6, σε 52.000 [από τα οποία τα 18.000 ήταν Ελληνικής καταγωγής] το 2002/3 (7,5% του συνόλου). Ταχύτερα αυξήθηκαν τα παιδιά Αλβανών, που αριθμούσαν περίπου 63.000 (περιλαμβανομένων ομογενών) στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 2002/3.

Έχει αναφερθεί ότι η ΙΠΟΔΕ
[17] έχει συγκεντρώσει στοιχεία για τις επιδόσεις των παιδιών μεταναστών στο σχολείο, αλλά δεν κατέστη δυνατό να εντοπίσουμε αυτά τα στοιχεία. Ασφαλώς, τα στοιχεία αυτά –προσαρμοσμένα ανά κοινωνικο-οικονομική τάξη- θα παρείχαν έναν καλό δείκτη της έκτασης της ένταξης των μεταναστών στο εκπαιδευτικό σύστημα. Είναι πολλές οι ιστορίες παιδιών (κυρίως Αλβανών) που αριστεύουν στο σχολείο και καλούνται να είναι σημαιοφόροι στις παρελάσεις. Οι ιστορίες αυτές έχουν δημοσιοποιηθεί έντονα λόγω των πρόσφατων αντιδράσεων πολλών Ελληνόπουλων και των γονέων τους όταν τα παιδιά από την Αλβανία παρελαύνουν κρατώντας την Ελληνική σημαία.[18] Όμως η γενική εικόνα, όπως αναφέρεται ακόμη και από στελέχη του Υπουργείου Παιδείας, είναι ότι τα ποσοστά των παιδιών που εγκαταλείπουν το σχολείο είναι πολύ υψηλά λόγω (α) πιέσεων από τις οικογένειές τους να συνεισφέρουν στο οικογενειακό εισόδημα, (β) περιορισμένης γνώσης της Ελληνικής γλώσσας, που αποθαρρύνει τους αλλοδαπούς όταν φτάσουν στο επίπεδο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και (γ) αποτυχίας στο σχολείο νωρίς, χωρίς να τους απονέμεται απολυτήριο γυμνασίου (Ανθοπούλου, 2004: 221).

Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση
Η ανώτερη εκπαίδευση έχει σημασία ως προς δύο παραμέτρους: αναγνώριση διπλωμάτων εξωτερικού από το ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α.
[19] και πρόσβαση σε Ελληνικά κολέγια και πανεπιστήμια για επιπλέον σπουδές. Με δεδομένα τα γενικότερα, πολύ σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία του ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α., ακόμη και για Έλληνες αιτούντες, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι δεν διατίθενται στοιχεία σχετικά με τις αιτήσεις αλλοδαπών. Λόγου χάρη, οι πολλοί μετανάστες με διπλώματα από πρώην Σοβιετικές ή Βαλκανικές χώρες θα δυσκολεύονται ιδιαίτερα να εξασφαλίσουν αναγνώριση των τυπικών προσόντων τους στην Ελλάδα. Όπως φαίνεται στον Πίνακα A7, υπάρχουν περίπου 3.000 μετανάστες από χώρες εκτός της ΕΕ που κατέχουν μεταπτυχιακά διπλώματα, και 60.000 που κατέχουν πανεπιστημιακά διπλώματα.

Οι μετανάστες που διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα έχουν πρόσβαση στην ανώτερη παιδεία, αλλά υπάρχει μέγιστο όριο φοιτητών. Καθ' όσο γνωρίζουμε, δεν συγκεντρώνονται στοιχεία για τον αριθμό των μεταναστών φοιτητών που γίνονται δεκτοί ή για τις ακαδημαϊκές επιδόσεις τους.

Η διαρκής εκπαίδευση, μία νέα ιδέα για την Ελλάδα, αποδεικνύεται πολύ δημοφιλής ανάμεσα τους Αλβανούς των Αθηνών στην έρευνα της ΕΛΙΑΜΕΠ: Το 6,7% παρακολούθησε μαθήματα πέρυσι, έναντι 1% των Ελλήνων. Η ηλικιακή ομάδα με τη μεγαλύτερη συμμετοχή ήταν αυτή των 18-24 ετών (Λυμπεράκη και Μαρούκης, 2004: 17). Δεν βρέθηκαν άλλες πληροφορίες γι' αυτό το θέμα.

Γλώσσα
Προσφέρεται περιορισμένο πρόγραμμα εκμάθησης της Ελληνικής γλώσσας για ενήλικες αλλοδαπούς
[20], καθώς και ορισμένα ειδικά προγράμματα αποκλειστικά για ομογενείς από τον Πόντο. Εντός του εκπαιδευτικού συστήματος υπάρχουν 26 Διαπολιτισμικά Σχολεία όπως αποκαλούνται, που προσφέρουν εντατικά μαθήματα Ελληνικής ώστε να βοηθήσουν παιδιά να ενταχθούν στο κανονικό σχολικό σύστημα (Ανθοπούλου, 2004: 222). Η Ελλάδα αντιτίθεται στην Εκμάθηση Γλωσσών Μειονοτήτων Μεταναστών, με αποτέλεσμα πολλά παιδιά μεταναστών να μη γνωρίζουν καλά τη γλώσσα της χώρας καταγωγής τους. Αυτό έχει επιπτώσεις στη μελλοντική απασχόλησή τους και πιθανότατα οδηγεί στη μόνιμη παραμονή τους στην Ελλάδα.

Οι δύο έρευνες που διενεργήθηκαν στην Αθήνα το 2003 παρέχουν στοιχεία σχετικά με την εκμάθηση γλώσσας. Η MRB διαπίστωσε ότι το 70% των παιδιών μιλούν άπταιστα Ελληνικά, και ότι το 28% των ενηλίκων που κατοικούν στην Ελλάδα για περισσότερο από 6 χρόνια ακόμη προσπαθούν να μάθουν τη γλώσσα. Η έρευνα της ΕΛΙΑΜΕΠ ανάμεσα στους Αλβανούς διαπίστωσε ότι η "πλειοψηφία" των ενηλίκων μιλούσε καλά Ελληνικά, αν και ο αριθμός αυτών που γνώριζαν και γραφή ήταν χαμηλότερος. Η πιο κοινή μέθοδος εκμάθησης Ελληνικών ήταν στα πλαίσια της εργασίας (69%), και ακολουθούσε η τηλεόραση (50%). Το ποσοστό που έλαβαν κανονικά μαθήματα ήταν πολύ χαμηλό, στο 18% (Λυμπεράκη και Μαρούκης, 2004: 17).

(ε) Υγεία και κοινωνικές υπηρεσίες
Δεν φαίνεται να υπάρχουν στοιχεία για τη συμμετοχή των μεταναστών στις υπηρεσίες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και τις άλλες κοινωνικές υπηρεσίες, εκτός από αυτά που παρουσίασε πρόσφατα το ΙΚΑ. Θεωρητικά, όλοι οι μετανάστες δικαιούνται δωρεάν αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών στα δημόσια νοσοκομεία, αν και η διοίκηση των νοσοκομείων πρέπει να τα αναφέρει στην αστυνομία. Η κανονική χρήση των υπηρεσιών υγείας του δημοσίου προϋποθέτει κάλυψη κοινωνικής ασφάλισης μέσω ταμείων όπως το ΙΚΑ, ο ΟΓΑ, το ΤΕΒΕ, κλπ. (βλ. προηγούμενη ενότητα για την αγορά εργασίας: τα ταμεία αυτά θα έπρεπε να μπορούν να αναφέρουν στοιχεία περί χρήσης των υπηρεσιών υγείας, αλλά δεν το πράττουν). Κατά την έρευνα της ΕΛΙΑΜΕΠ στην Αθήνα, οι Αλβανοί δεν αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα όταν απευθύνονται στα δημόσια νοσοκομεία, ενώ ορισμένοι προτιμούν ιδιώτες γιατρούς. Δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες.

Οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί
[21], όπως οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα και οι Γιατροί του Κόσμου, παρέχουν δωρεάν ιατρική αρωγή σε μετανάστες και άλλους. Οι υπηρεσίες αυτές είναι ζωτικής σημασίας για την ποιότητα ζωής πολλών ανθρώπων, αλλά είναι περιορισμένες σε έκταση και τα σχετικά στοιχεία δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς την ένταξη των μεταναστών.

(στ) Κοινωνική και πολιτιστική ένταξη
Σε αυτό το πεδίο είναι αδύνατο να διατυπωθούν αντικειμενικοί δείκτες μέτρησης. Είναι χρήσιμο να αναφέρουμε ορισμένα σημεία στα οποία μπορεί να εκτιμηθεί η κοινωνική και πολιτιστική ένταξη. Το πρώτο είναι τα μέσα ενημέρωσης. Η Ελληνική τηλεόραση δεν αποκλείει τους μετανάστες, ούτε καταβάλλει ιδιαίτερες προσπάθειες να τους συμπεριλάβει. Όλο και περισσότεροι Αλβανοί εμφανίζονται σε τηλεοπτικές εκπομπές, και υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις ότι η κοινωνική ένταξη έχει αρχίσει. Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχουν τηλεοπτικά προγράμματα που να αφορούν ή να απευθύνονται στις κοινότητες των μεταναστών ειδικά. Ένας μικρός τηλεοπτικός σταθμός, το Κανάλι 10, έχει τακτικά ειδήσεις στα Αλβανικά και στα Ρωσικά. Η ραδιοφωνική κάλυψη είναι πιο εκτενής: ο σταθμός 984 του Δήμου Αθηνών απευθύνεται τακτικά στις κοινότητες των μεταναστών, ο Ράδιο Σκάι έχει Αλβανικό πρόγραμμα μία φορά την εβδομάδα, και ο Ράδιο Φιλία, τμήμα της υπηρεσίας μεταδόσεων της ΕΡΑ, έχει εκπομπές σε ξένες γλώσσες.

Οι Ελληνικές εφημερίδες φαίνεται να ακολουθούν την ίδια γραμμή με την τηλεόραση: ούτε αποκλεισμός, ούτε συμπερίληψη. Υπάρχουν δύο Αγγλόφωνες εφημερίδες [η Athens News και η Αγγλική έκδοση της Καθημερινής] που απευθύνονται στις Αγγλόφωνες κοινότητες, αν και διαβάζονται και από Έλληνες. Υπάρχει μεγάλη γκάμα ξένου τύπου σε διάφορες γλώσσες και για διάφορες εθνικότητες. Οι εφημερίδες αυτές εκδίδονται κατά κύριο λόγο στην Ελλάδα. Εμφανίζονται ευμετάβλητες και προσωρινού τύπου, και δεν απευθύνονται σε κάποια συγκεκριμένη αγορά.

Πραγματοποιούνται πολιτιστικές εκδηλώσεις με συμμετοχή μεταναστών και Ελλήνων. Συχνά πρόκειται για φεστιβάλ κατά του ρατσισμού, που θα έλεγε κανείς ότι προσελκύουν πολιτικά δραστήριους Έλληνες παρά τον μέσο πολίτη. Ορισμένες ενώσεις μεταναστών έχουν καταβάλλει τον τελευταίο χρόνο σημαντικές προσπάθειες να συμπεριλάβουν άλλες κοινότητες και Έλληνες σε πολιτιστικές εκδηλώσεις, όπως εκθέσεις τέχνης και συναυλίες μουσικής.

Αρκετό ενδιαφέρον παρουσιάζει η συμπεριφορά των κρατικών αρχών. Έχοντας δεχθεί έντονες επικρίσεις από ακαδημαϊκούς ερευνητές, πολλές κρατικές υπηρεσίες που εξυπηρετούν τακτικά μετανάστες έχουν αρχίσει να γίνονται πιο ευαίσθητες σε θέματα σχετικά με τα δικαιώματα και την κοινωνική ένταξη των μεταναστών. Περιλαμβάνουν διάφορες υπηρεσίες του Υπουργείου Εργασίας (τον ΟΑΕΔ, το ΙΚΑ), καθώς και την Ελληνική Αστυνομία. Μία πρόσφατη εξασέλιδη εγκύκλιος του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης δίνει σαφείς οδηγίες προς ενίσχυση των δικαιωμάτων των μεταναστών και απαγόρευση της βίας από αστυνομικούς (Athens News, 26/9/03).

Όσον αφορά την κοινή γνώμη, η Ελλάδα παρουσιάζει μακρύ ιστορικό υψηλών επιπέδων ξενοφοβικής έλλειψης ανεκτικότητας στις δημοσκοπήσεις, που όμως είναι λιγότερο ορατά στην πραγματικότητα. Μία πρόσφατη δημοσκόπηση διενεργήθηκε το 2002 από το ΕΚΚΕ και το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας ανάμεσα σε 2.100 νοικοκυριά στην Αττική. Συνολικά, το 44% των ερωτηθέντων πίστευε ότι οι μετανάστες και οι αθίγγανοι θα έπρεπε να ζουν σε άλλες περιοχές, χωριστά από τους Έλληνες. Σε φτωχότερες γειτονιές όπως το Μενίδι και ο Ασπρόπυργος όπου κατοικούν πολλοί μετανάστες, το 71% των Ελλήνων είπε ότι θα προτιμούσε να απομακρυνθούν σε άλλη περιοχή οι Αλβανοί και οι αθίγγανοι. Συνολικά, τα επίπεδα της έλλειψης ανεκτικότητας ήταν σαφώς υψηλότερα ανάμεσα στους Έλληνες με τα χαμηλότερα μορφωτικά επίπεδα και εισοδήματα (Athens News, 7/3/03).

Τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με την εγκληματικότητα και την έκβαση δικών είναι ακόμη πολύ ελλιπή, και έτσι έχει σημειωθεί λίγη μόνο πρόοδος από τις προηγούμενες έρευνες (π.χ. βλ. Baldwin-Edwards, 2001, Καρύδης, 1995). Ειδικότερα, δεν έχει γίνει προσπάθεια να καταγραφεί στατιστικά η αναλογία καταδικών προς διώξεις και συλλήψεις ανά εθνική ομάδα ή με βάση κοινωνικο-οικονομικά κριτήρια. Επιπλέον, τα στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την έκβαση των δικών είναι τόσο ετεροχρονισμένα (παρουσιάζονται με καθυστέρηση 7 ετών) ώστε να είναι σχεδόν άχρηστα. Επομένως δεν είναι δυνατόν να παραθέσουμε δείκτες εγκληματικότητας ανά εθνικότητα, και τα στοιχεία που διαθέτει η Ελληνική Αστυνομία ["Πρόσωπα Γνωστά στην Αστυνομία"] δεν είναι αξιόπιστα. Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι το 44% των φυλακισμένων στην Ελλάδα δεν είναι Έλληνες πολίτες (Κουράκης, 2003). Και πάλι πάντως, η μεταβολή από το 2000 είναι μικρή, και δεν έχουν πραγματοποιηθεί σοβαρές έρευνες προς εξήγηση του φαινομένου.

Τέλος, δεν διαθέτουμε στοιχεία για γάμους μεταξύ Ελλήνων και μεταναστών, που είναι γνωστό ότι συμβαίνουν ακόμη και στην περίπτωση πρόσφατων μεταναστών από την Αλβανία. Αν και τα στοιχεία αυτά θεωρούνται συνήθως ιδιαίτερα χρήσιμος δείκτης της πορείας της ένταξης, εκφράζονται μεγάλες αμφιβολίες για το αν πράγματι αυτό ισχύει. Πάντως σίγουρα θα ήταν χρήσιμο να γνωρίζαμε περισσότερο γι' αυτό το φαινόμενο στην Ελλάδα.

ΔΕΙΚΤΕΣ ΣΤΑΔΙΟΥ ΤΡΙΑ: σχηματισμός εθνικών κοινοτήτων ή/και αφομοίωση
(ζ) Εθνικότητα, ιθαγένεια, σεβασμός στη διαφορά
Αν και είναι σαφώς πρόωρο να εξετάσουμε αυτό το στάδιο της ένταξης μεταναστών στην Ελλάδα αφού οι αριθμοί των μεταναστών δεύτερης γενιάς (ή ακόμη και της γενιάς 1,5) είναι αμελητέοι, υπάρχουν λόγοι να το επιχειρήσουμε. Δεν είναι πολύ πιθανό να μεταβληθούν σημαντικά οι υφιστάμενες δομές πριν τα παιδιά των σημερινών πληθυσμών μεταναστών ενηλικιωθούν: αυτά ακριβώς τα θεσμικά πλαίσια είναι που διευκολύνουν ή δυσκολεύουν την ένταξη των μεταναστών. Τα μέτρα συγκεκριμένης εμβέλειας είναι πολύ λιγότερο σημαντικά.

Παραχώρηση Ελληνικής ιθαγένειας
Όπως αναφέραμε και στην Ενότητα 1(β) ανωτέρω, η Ελληνική ιθαγένεια παρέχεται σε περιπτώσεις Ελληνικής καταγωγής. Οι Ελληνικής καταγωγής μετανάστες από τον Πόντο που μπορούν να υποβάλλουν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά περνούν από διαδικασίες "γρήγορης λωρίδας" για την απόκτηση ιθαγένειας. Δεν υπάρχουν σχετικά διαθέσιμα στοιχεία, αλλά εκτιμάται ότι αυτή η αντιμετώπιση αφορά πάνω από 150.000 πρόσωπα τα τελευταία πέντε χρόνια. Οι άλλοι ομογενείς πρέπει να υποβάλλουν αίτηση μέσω της συνήθους διαδικασίας πολιτογράφησης, αν και δεν καλούνται να καταβάλλουν την εισφορά που προβλέπεται. Οι αλλογενείς επίσης υποβάλλουν αιτήσεις μέσω αυτής της διαδικασίας, αλλά απαιτείται να έχουν διαμείνει στην Ελλάδα επί τουλάχιστον 10 χρόνια, να μιλούν και να γράφουν Ελληνικά σε υψηλό επίπεδο, και να καταβάλλουν εισφορά €1.500 – την υψηλότερη στην Ευρώπη. Ο Πίνακας A10 παρουσιάζει όλες τις εγκρίσεις αιτήσεων πολιτογράφησης των ετών 1980-2003, τόσο για τους αλλογενείς όσο και για τους ομογενείς. Οι αριθμοί είναι πολύ χαμηλοί, καθιστώντας σαφές ότι η Ελλάδα παρουσιάζει την πιο αποκλειστική προσέγγιση ως προς τη διακριτική εξουσία παραχώρησης της ιθαγένειας από όλες τις χώρες της ΕΕ. Δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με τις αιτήσεις που δεν εγκρίνονται. Δεν παρέχονται στοιχεία, παρ' όλο που υπάρχουν, σχετικά με την πρώην εθνικότητα όσων λαμβάνουν την Ελληνική ιθαγένεια. Επιπλέον, η Ελλάδα συνήθως απαιτεί την παραίτηση από τις προηγούμενες ιθαγένειες.

Οι ξένοι που έχουν γεννηθεί σε Ελληνικό έδαφος δεν λαμβάνουν ιθαγένεια, ακόμη και όταν δεν έχουν λάβει την ιθαγένεια των γονέων τους. Πρέπει να περιμένουν έως ότου ενηλικιωθούν πριν υποβάλλουν αίτηση πολιτογράφησης, αν και αυτό απαιτεί 10 έτη συνεχούς διαμονής.

Συμμετοχή στην πολιτική
Οι μετανάστες που διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα δεν έχουν τα δικαιώματα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι ούτε στις εθνικές, ούτε στις τοπικές εκλογές. Οι μισές περίπου από τις χώρες της ΕΕ παραχωρούν τα δικαίωμα ψήφου στις τοπικές εκλογές, είτε σε όλους ή βάσει διμερών συμφωνιών. Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της ΕΕ όπου δεν υπάρχει επίσημη υπηρεσία που να εκπροσωπεί τους μετανάστες και με την οποία η Ελληνική πολιτεία μπορεί να συνδιαλέγεται επί θεμάτων σχετικά με τους μετανάστες (IOM: 44), και προς το παρόν δεν προγραμματίζεται τέτοια.

Θρησκευτική ελευθερία και πρακτική
Οι θρησκευτικές δραστηριότητες ελέγχονται αυστηρά από το Υπουργείο Υγείας και Θρησκευμάτων. Η παραδοσιακή εχθρότητα της Ελλάδας απέναντι σε κάθε θρησκεία πλην της Ορθοδόξου
[22] και της Ιουδαϊκής έχει πρόσφατα δώσει τη θέση της σε μεγαλύτερη ανοχή, ειδικά μετά την απόφαση περί μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Αν και έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος στην παραχώρηση αδειών για τόπους προσευχής (ECRI, 2004: 21), δεν υπάρχουν νόμιμα τεμένη εκτός της Θράκης, παρά τις μεγάλες και αυξανόμενες κοινότητες Μωαμεθανών. Είχαν γίνει σχέδια για την ανέγερση τζαμιού (με χρηματοδότηση από το εξωτερικό) κοντά στον Αερολιμένα Αθηνών και τις κατοικίες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, ώστε να αποφευχθεί η δύσκολη θέση στην οποία θα περιερχόταν η χώρα αν δεν μπορούσε να παράσχει τόπους προσευχής σε αλλοδαπούς αθλητές. Αυτό δεν θα ωφελούσε ιδιαίτερα τους μόνιμους Μωαμεθανούς κατοίκους της Αττικής, αφού η απόσταση είναι μεγάλη. Δεν υπάρχουν σχέδια για την παραχώρηση αδειών ανέγερσης τζαμιών στην Ελλάδα, και ούτε φυσικά στην Αθήνα, αν και υπάρχει ένα παλιό τέμενος στην Πλάκα που λειτουργούσε την εποχή της Ελληνικής ανεξαρτησίας. Μία πρόσφατη Έκθεση της ECRI[23] (ECRI, 2004: 21-22) αναφέρει όχι μόνο την έλλειψη νομίμων τζαμιών, αλλά και το γεγονός ότι οι Μωαμεθανικές συνήθειες περί αποτέφρωσης και ταφής δεν επιτρέπονται εκτός της Θράκης.

Υπάρχουν δύο ιδιωτικά σχολεία για παιδιά μεταναστών στην Ελλάδα, και τα δύο στην Αθήνα: ένα Αραβικό σχολείο στο Ψυχικό και ένα Πολωνικό-Καθολικό σχολείο στο κέντρο της Αθήνας.

Σεβασμός στη διαφορά
Αν και είναι πρόωρο να κρίνουμε, οι επίσημοι θεσμοί της πολιτείας φαίνεται να παρουσιάζουν πολύ χαμηλή ανεκτικότητα προς το διαφορετικό. Οι δημοσκοπήσεις δεν δίνουν θετικές απαντήσεις ούτε όσον αφορά την κοινωνία γενικά. Η Ελλάδα, με τη σχετικά πρόσφατη ίδρυσή της ως σύγχρονο κράτος, έχει παραμείνει κλειδωμένη σε ένα μονο-πολιτιστικό πλαίσιο. Έτσι, η υποκείμενη θεώρηση για την ένταξη των μεταναστών φαίνεται να είναι ότι οι μετανάστες πρέπει να προσπαθήσουν να αφομοιωθούν, και στον βαθμό που είναι δυνατό να γίνουν Έλληνες. Μία κοινότητα μεταναστών, η Αλβανική, έχει προσαρμοστεί πιο πρόθυμα σε αυτήν την απαίτηση – ίσως λόγω της κοινής Βαλκανικής νοοτροπίας περί αποδοχής αυτών που βρίσκονται στην εξουσία και προσαρμογής στις προτιμήσεις τους. Έτσι, πολλοί Αλβανοί αλλάζουν τα ονόματά τους σε Ελληνικά, βαφτίζουν τα παιδιά τους που είναι Μωαμεθανοί στην Ορθόδοξη εκκλησία, και γενικά "προσαρμόζονται" όπως επιθυμούν οι Έλληνες (Χατζηπροκοπίου, 2003, Λυμπεράκη και Μαρούκης, 2004). Η στρατηγική αυτή έχει βελτιώσει τις σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών, αλλά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί "σεβασμός στο διαφορετικό". Όσον αφορά άλλες ομάδες μεταναστών, τα στοιχεία είναι ελλιπή. Πιθανώς, στην περίπτωση εθνοτήτων με λιγότερους δεσμούς με τη σύγχρονη Ελληνική ιστορία, να υπάρξει στο μέλλον σεβασμός στο δικαίωμα να είναι κανείς διαφορετικός.
6) ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Σε τι συμπεράσματα μπορούμε να καταλήξουμε για την ένταξη των κοινοτήτων μεταναστών στην Ελλάδα από τα διαθέσιμα στοιχεία και χρησιμοποιώντας το πλαίσιο ανάλυσης που διατυπώσαμε; Καταρχήν, επιτρέψτε μου να αναφέρω δύο σημεία που χρήζουν προσοχής και είναι μεγάλης σημασίας:
§ Η ποιότητα και η ποσότητα των στατιστικών στοιχείων είναι πολύ χαμηλή για να μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα τι ακριβώς συμβαίνει με κάθε ομάδα μεταναστών.
§ Με όλες σχεδόν τις ομάδες μεταναστών έχουμε να κάνουμε με μετανάστες πρώτης γενιάς, και δεν πρέπει να περιμένουμε υψηλά επίπεδα ένταξης.

Είναι πάντως λογικό να εξετάζουμε τους δείκτες που θέσαμε για τα δύο πρώτα στάδια της ένταξης των μεταναστών – τη διαμονή και την απασχόληση και την οικογενειακή ομαδοποίηση και εγκατάσταση. Στο πρώτο στάδιο, η νομική ένταξη εμφανίζεται, σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες ενδείξεις, πολύ αδύναμη για όλες τις ομάδες μεταναστών, με την εξαίρεση των πολιτών κρατών-μελών της ΕΕ και μεταναστών Ελληνικής καταγωγής – δηλ. των "προνομιούχων αλλοδαπών" που αντιμετωπίζονται βάσει ιδιαίτερης νομοθεσίας. Το θέμα της ένταξης στην αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από στατιστικά στοιχεία χαμηλής ποιότητας, που δεν επιτρέπουν συγκρίσεις μεταξύ της απασχόλησης και των εισοδημάτων των Ελλήνων και των μεταναστών. Υπάρχουν περιορισμένες ενδείξεις ότι οι κοινότητες των μεταναστών έχουν ενταχθεί καλύτερα στην αγορά εργασίας απ' ότι πριν δέκα χρόνια, ότι υπάρχει καλύτερη κάλυψη κοινωνικής ασφάλισης, και ίσως λιγότερη εκμετάλλευση εκ μέρους των εργοδοτών. Φαίνεται επίσης ότι οι αλλαγές στη δομή των πολιτικών ευκαιριών ενθαρρύνουν την αυτο-απασχόληση, αν και η φύση, η έκταση, και οι αιτίες του φαινομένου δεν παρουσιάζουν ομοιογένεια. Τα θέματα στέγασης και αστικού περιβάλλοντος αναδεικνύουν πιο καθαρά το γενικότερο θέμα της κοινωνικής και οικονομικής περιθωριοποίησης, αφού οι μετανάστες ζουν στις φτωχότερες περιοχές της Αθήνας και υπό τις χειρότερες συνθήκες στέγασης. Επιπλέον, το ποσοστό του 25% που παρουσιάζεται στην παρούσα έκθεση και αναφέρεται στην ενοικίαση διαμερισμάτων σε μη Έλληνες αποτελεί ιδιαίτερα ενδιαφέρον νέο στοιχείο, ειδικά αφού το ποσοστό αυτό είναι πιθανότατα ακόμη υψηλότερο μέσα στην Αθήνα.

Ως προς τους δείκτες του δεύτερου σταδίου, του σταδίου της Παιδείας και γλώσσας, όπως ήταν αναμενόμενο υπάρχουν διάφορα προβλήματα. Οι περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες είχαν ανάμικτα αποτελέσματα κατά τον χειρισμό αυτών των θεμάτων (Crul και Vermeulen, 2003), κυρίως λόγω των προ-υφισταμένων θεσμικών πλαισίων. Στην Ελλάδα, συντρέχουν σαφώς συνθήκες "δομικού αποκλεισμού" που εκφράζονται εκ μέρους οργανισμών σαν τον ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α., με την έλλειψη προγραμμάτων εκμάθησης της γλώσσας για πρόσφατους μετανάστες από το κράτος, τον συνολικό τρόπο λειτουργίας των σχολείων, την άρνηση παροχής IMLI (εκμάθηση γλωσσών μειονοτήτων) ή άλλων προσαρμογών για τα παιδιά των μεταναστών. Στο πεδίο της Υγείας και των κοινωνικών υπηρεσιών, δεν υπάρχουν στοιχεία και συνεπώς δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε συμπεράσματα. Στο θέμα της Κοινωνικής και πολιτιστικής ένταξης, τα λίγα στοιχεία που έχουμε δείχνουν ότι έχει αρχίσει η ένταξη ορισμένων εθνικών ομάδων στο κύριο Ελληνικό ρεύμα. Τα μέσα ενημέρωσης έχουν σημειώσει μεγάλη πρόοδο στην αποδοχή των μεταναστών σε σχέση με την κατάσταση που ίσχυε τις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Πάντως δεν έχουν καταβάλλει κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια να συμπεριλάβουν τις κοινότητες των μεταναστών. Ο γενικός πληθυσμός, και ιδιαίτερα οι χαμηλόμισθοι και λιγότερο μορφωμένοι Έλληνες, παρουσιάζουν χαμηλή ανεκτικότητα έναντι όχι μόνο των μεταναστών, αλλά και Ελληνικών μειονοτήτων όπως οι αθίγγανοι Ρόμα. Φαίνεται μάλιστα ότι οι Έλληνες θα προτιμούσαν τον σχηματισμό γκέτο εθνικών κοινοτήτων – χωρίς, φαντάζεται κανείς, να έχουν αντιληφθεί τις μακροπρόθεσμες συνέπειες. Τα στοιχεία για την εγκληματικότητα είναι τόσο αναξιόπιστα, που φαίνεται περιττό, αν όχι επικίνδυνο, και να τα αναφέρει κανείς. Υπάρχουν περιορισμένες ενδείξεις ότι οι μετανάστες έχουν μία τάση να συνδέονται με ορισμένα είδη εγκληματικότητας [επαιτεία, κλοπές, ληστείες, μικρεμπόριο ναρκωτικών]. Τέτοιες τάσεις παρατηρούνται παντού στον κόσμο, και επομένως το φαινόμενο δεν είναι σημαντικό.

Για το τρίτο στάδιο ένταξης –τον σχηματισμό εθνικών κοινοτήτων ή/και την αφομοίωση- τα συμπεράσματα που αντλούνται είναι ιδιαίτερα προβληματικά. Σε αυτό το χρονικό σημείο, η αρνητική αξιολόγηση οφείλεται εν μέρει στην αδυναμία εξεύρεσης δεικτών σχετικά με τη μελλοντική συμπεριφορά του γενικού πληθυσμού. Έτσι, οι δείκτες μας είναι όλοι δομικοί δείκτες – δηλ. το πώς αντιδρά το Ελληνικό κράτος. Ο τρόπος παραχώρησης της Ελληνικής ιθαγένειας αποκλείει πολλούς μετανάστες, και θεωρείται σαν "ανταμοιβή" καλής συμπεριφοράς ή αφομοίωσης του μετανάστη σαν Έλληνα, παρά σαν ένας κανονικός μηχανισμός προς ενίσχυση της ένταξης στην κοινωνία των αλλοδαπών κατοίκων. Οι διακρίσεις υπέρ των Ελληνικής καταγωγής μεταναστών εμπεριέχουν σαφώς μία διάσταση αποκλεισμού των αλλοδαπών που δεν είναι Ελληνικής καταγωγής, κάτι που μόνο αρνητικά μπορεί να θεωρηθεί από τις κοινότητες των μεταναστών. Το κράτος αρνείται στους μετανάστες τη συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα, ακόμη και στο συμβουλευτικό επίπεδο. Η ελευθερία του θρησκεύματος είναι απλώς ανεκτή, στην καλύτερη περίπτωση. Γενικά, το συμπέρασμα που αναγκάζεται κανείς να διατυπώσει είναι ότι τα υφιστάμενα Ελληνικά δομικά πλαίσια δεν χαρακτηρίζονται από σεβασμό στη διαφορά.

Οι πορείες ένταξης των κύριων ομάδων μεταναστών
Τα συμπεράσματα εδώ είναι κατ' ανάγκη υποθετικά, και μακροπρόθεσμα οι δομές φαινομενικής ένταξης μπορεί να αλλάξουν ή και να αντιστραφούν. Πάντως προς το παρόν, φαίνεται να ισχύουν τα εξής:

Αλβανοί: Φαίνεται να κλίνουν υπέρ μίας στρατηγικής αφομοίωσης, επιδεικνύοντας ευελιξία στο θέμα της θρησκείας, υιοθετώντας Ελληνικά ονόματα, βαφτίζοντας τα παιδιά τους στην Ορθόδοξη εκκλησία. Η Αλβανική ιστορία δείχνει ότι η κουλτούρα της χώρας προσαρμόζεται στα διάφορα καθεστώτα εξουσίας προσπαθώντας παράλληλα να διατηρήσει την ταυτότητά της. Επομένως είναι αμφίβολο το αν πράγματι θα αφομοιωθούν και θα γίνουν Έλληνες. Επίσης αμφίβολο είναι το αν θα παρουσιάσουν την κλασσική πορεία αφομοίωσης ή θα περιοριστούν στον σχηματισμό μίας υποδεέστερης τάξης. Με δεδομένους τους μεγάλους αριθμούς και την έλλειψη συνοχής της Αλβανικής κοινότητας στην Ελλάδα, είναι πιθανό οι Αλβανοί να ακολουθήσουν και τις δύο κατευθύνσεις.

Άλλοι μετανάστες από τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη: Οι Βούλγαροι, οι Ρουμάνοι, οι Ουκρανοί, και άλλοι εμφανίζονται να θεωρούν εαυτούς Επισκέπτες-εργαζόμενους, αλλά αρκετοί δείχνουν να έχουν πιο μακροπρόθεσμα σχέδια για παραμονή στη χώρα. Δεν φαίνεται να επιθυμούν να προσαρμοστούν στις Ελληνικές απαιτήσεις με τον τρόπο που έχουν ανεχθεί οι Αλβανοί, και έτσι η στρατηγική ένταξης που ακολουθούν δεν είναι σαφής.

Πολωνοί: Φαίνεται να έχουν σχηματίσει μία εθνική κοινότητα, αν και όχι τόσο απομονωμένη όσο θα περίμενε κανείς βάσει των εμπειριών τους στις Η.Π.Α. Συνδέονται σε αρκετά μεγάλο βαθμό με την Ελληνική οικονομία και κοινωνία, αλλά επιδεικνύουν και μεγάλη αυτάρκεια εντός της Πολωνικής κοινότητας.

Ασιάτες: Φαίνεται να υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες. Οι επισκέπτες-εργαζόμενοι [άνδρες από το Πακιστάν, την Ινδία, και το Μπαγκλαντές] που δεν σκέπτονται να ενσωματωθούν και περιορίζονται, λόγω της περιορισμένης γνώσης Ελληνικών και του χαμηλού μορφωτικού τους επιπέδου, σε χαμηλόμισθες εργασίες στη βιομηχανία ή τον αγροτικό τομέα. Πολλοί θεωρούν την Ελλάδα ως ενδιάμεσο σταθμό προς άλλους τόπους, και ειδικά το Ηνωμένο Βασίλειο. Η άλλη κατηγορία αποτελείται από ελεύθερους επαγγελματίες, των οποίων οι δραστηριότητες απευθύνονται κυρίως σε (διάφορες) εθνικές κοινότητες, αλλά συνδέονται και με το κύριο ρεύμα της Ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.

Αιγύπτιοι: Ίσως αποτελούν παράδειγμα κλασσικής αφομοίωσης, αφού βρίσκονται στην Ελλάδα εδώ και αρκετές δεκαετίες. Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για την κοινότητά τους.

Στόχοι της Εθνικής Πολιτικής
Στα πλαίσια της πολιτικής ένταξης του Vermeulen [Ενότητα 3(δ)], πως αξιολογείται η Ελληνική πολιτική στα πλαίσια των τριών διαστάσεων που αναφέρει; Η πρώτη διάσταση, η ισότητα ευκαιριών, απαιτεί ισότιμη πρόσβαση στην παιδεία, στη στέγαση, στην απασχόληση, και στο πολιτικό σύστημα. Θεωρητικά, η Ελλάδα προσφέρει αυτή την πρόσβαση στις τρεις πρώτες κατηγορίες, και την αρνείται στην τέταρτη. Στην περίπτωση της απασχόλησης, η νομοθεσία έχει ουσιαστικά δημιουργήσει τη διασπασμένη αγορά εργασίας, και όσα λέγονται περί ίσων ευκαιριών είναι μόνο ρητορικά. Η πρόσβαση στην εκπαίδευση είναι ίσως λιγότερο εμφανώς άνιση, αλλά δεν διατυπώνεται ξεκάθαρος στόχος πολιτικής για την παροχή ίσης πρόσβασης.

Η δεύτερη διάσταση, η ομογένεια έναντι της αλλογένειας, τοποθετεί την Ελλάδα κοντά στα άκρα της μη ανεκτικότητας πολιτιστικών και εθνικών διαφορών, παρά σε πλαίσια πλουραλιστικής ή πολυ-πολιτιστικής ανοχής. Αυτό που υπονοείται είναι ότι μόνο η αφομοίωση των μεταναστών αποτελεί έγκυρο στόχο πολιτικής.

Η τρίτη διάσταση, η συμπερίληψη έναντι του αποκλεισμού, και πάλι τοποθετεί την Ελλάδα στο άκρο του αποκλεισμού παρά της συμπερίληψης, αφού η ανοχή και μόνο της διαφοράς δεν επαρκεί για να θεωρηθεί συμπερίληψη. Ειδικότερα, η αποδοχή εκ μέρους του κύριου Ελληνικού ρεύματος διαφόρων πολιτιστικών αξιών και θρησκειών εμφανίζεται προς το παρόν απίθανη.

Αθήνα: συγκριτική προοπτική
Τα μεταναστευτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Αθήνα δεν είναι μοναδικά, και παρουσιάζουν σαφείς ομοιότητες με την κατάσταση σε άλλες σύγχρονες πόλεις, αλλά και με ιστορικά προηγούμενα. Όπως αναφέραμε πιο πάνω [Ενότητα 3(γ)], ο Koff έχει μελετήσει λεπτομερώς το περιβάλλον τοπικής πολιτικής αντιμετώπισης σε τέσσερις πόλεις της Ιταλίας και της Γαλλίας. Το Μπάρι παρουσιάζει δομές που μοιάζουν περισσότερο με αυτές της Αθήνας, με χαμηλή πολιτικοποίηση της μετανάστευσης (αντιθέτως με τη Φλωρεντία) και σημαντικά προβλήματα οικονομικής ένταξης, τόσο για τους ντόπιους όσο και για τους μετανάστες. Η Λιλ και η Τουλούζη υποφέρουν από τον σχηματισμό εθνικών γκέτο, που οι Ιταλικές πόλεις κατόρθωσαν να αποφύγουν. Ο Koff αναφέρει ότι το Μπάρι και η Τουλούζη παρουσιάζουν υψηλότερη ανεκτικότητα έναντι των μεταναστών αλλά υστερούν ως προς μέτρα ένταξης: επομένως, η ανεκτικότητα δεν συνεπάγεται την ένταξη.

Ο Alexander έχει προτείνει τυπολογία τοπικών σχέσεων ξενιστή-ξένου, που χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένο τύπο μη πολιτικής την οποία αποκαλεί "Μεταβατική" (Transient). Αφορά συνήθως τα πρώτα στάδια της μετανάστευσης, και αντιστοιχεί στην περιγραφή του Koff για την "ανεκτικότητα" που διαπίστωσε στο Μπάρι. Αυτή η αντενεργή και ad hoc πολιτική διαπιστώνεται και στα περισσότερα πεδία πολιτικής της Ελληνικής πολιτείας, και επομένως δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι απαντάται και στον Δήμο Αθηναίων. Όμως αυτή η μη-πολιτική έχει περιορισμένη διάρκεια ζωής: σύντομα, η Αθήνα θα πρέπει να αποφασίσει πως θα επιθυμούσε να ενταχθούν οι μετανάστες, ποιες πολιτικές ευνοούν αυτούς τους στόχους, και πως θα μετριούνται και θα αξιολογούνται οι αλλαγές. Αυτό αποτελεί μία πραγματική πρόκληση για τις τοπικές, αλλά και τις εθνικές πολιτικές αρχές.

Έλλειψη Στοιχείων
Όπως πρέπει να έχει γίνει σαφές από την Ενότητα 5, υπάρχουν σοβαρά προβλήματα με τη έλλειψη πληροφόρησης για όλα σχεδόν τα πεδία του θέματος. Το πρόβλημα είναι τόσο ενδημικό, που καθίσταται αδύνατο ακόμη και να επιλεγούν ως στόχοι ορισμένα πεδία-κλειδιά. Ορισμένοι δείκτες-κλειδιά προτείνονται στην Ενότητα 4 ανωτέρω. Για τους λόγους αυτούς, τα επιχειρήματα για τη δημιουργία ενός Παρατηρητηρίου Ένταξης Μεταναστών αποκτούν μεγάλη ισχύ, ακόμη και αν μία από τις βασικές λειτουργίες του είναι να ασκεί πιέσεις στις κρατικές υπηρεσίες και άλλους οργανισμούς να συγκεντρώνουν και να παρουσιάζουν τα στατιστικά στοιχεία τους με τον σωστό τρόπο. Εδώ, μπορούμε να αναφέρουμε ορισμένες κατευθυντήριες αρχές:

1) Τα στοιχεία πρέπει να αναφέρονται σε όλες τις μεγάλες ομάδες μεταναστών χωριστά, και όχι να αντιμετωπίζουν τους μετανάστες σαν μία ομοιογενή ομάδα.
2) Τα στοιχεία πρέπει να συλλέγονται για τον ξεκάθαρο, ρητά διατυπωμένο σκοπό της παρακολούθησης των εξελίξεων και της ανάλυσης της πολιτικής, παρά στα πλαίσια της γραφειοκρατικής καθημερινότητας και μόνο. Τα στοιχεία που συλλέγονται έτσι είναι συχνά ανεπαρκή για τους σκοπούς των ερευνητών και των πολιτικών αρχών.
3) Τα στοιχεία πρέπει να καταγράφουν μεταβλητές όπως είναι το φύλο, η κοινωνικο-οικονομική τάξη, το μορφωτικό επίπεδο, η ηλικία, η επαγγελματική εμπειρία, κλπ. ώστε να είναι εφικτές αποτελεσματικές συγκρίσεις με τον Ελληνικό πληθυσμό.
4) Τα στοιχεία που συλλέγουν οι κρατικές υπηρεσίες πρέπει, σύμφωνα με τον Νόμο περί Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, να θεωρούνται ιδιοκτησία του δημοσίου, και όχι ένα πολιτικό αγαθό που γίνεται αντικείμενο εμπορίας. Η τακτική δημοσιοποίηση των στατιστικών στο Ίντερνετ θα έπρεπε να είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση.

Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι το περίπλοκο φαινόμενο της ένταξης των μεταναστών δεν μπορεί να αναλυθεί μέσω της συλλογής στατιστικών στοιχείων και μόνο. Είναι απαραίτητο να υπάρξουν σοβαρές, εστιασμένες ερευνητικές πρωτοβουλίες ώστε να παρέχονται λεπτομερείς πληροφορίες για κάθε μία από τις ομάδες των μεταναστών, τον ρόλο τους στην Ελληνική κοινωνία και οικονομία, και τις δικές τους προσωπικές εμπειρίες και απόψεις για τη ζωή στην Ελλάδα. Αυτό θα έχει ιδιαίτερη σημασία για τους μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς – τον πραγματικό στόχο της ενταξιακής πολιτικής. Η χρηματοδότηση αυτών των ερευνών απαιτεί δυνατή πολιτική βούληση, και τη συνειδητοποίηση ότι η πληροφόρηση είναι ένα από τα πιο σημαντικά και εφήμερα αγαθά στον 21ο αιώνα.
[1] Παραχώρηση ιθαγένειας με βάση την εθνικότητα των γονέων παρά τον τόπο γέννησης.
[2] Γερμανικής καταγωγής.
[3] Ελληνικής καταγωγής.
[4] Οδηγία Συμβουλίου 2003/109/EC, 25 Νοεμβρίου 2003, σχετ. με το καθεστώς πολιτών τρίτων χωρών που είναι κάτοικοι μακροπρόθεσμα.
[5] Οδηγία Συμβουλίου 2003/86/EC, 22 Σεπτεμβρίου 2003, σχετ. με το δικαίωμα της επανένωσης των οικογενειών.
[6] Κανονισμός Συμβουλίου (EC) αριθ. 859/2003, 14 Μαΐου 2003, που θεσπίζει την επέκταση και σε πολίτες τρίτων χωρών της ισχύος των διατάξεων των Κανονισμών (EEC) υπ' αριθ. 1408/71 και 574/72, όταν αυτοί δεν καλύπτονται ήδη από αυτές τις διατάξεις λόγω της εθνικότητάς τους και μόνο.
[7] Οδηγίες 2000/43/EC και 2000/78/EC
[8] Το δίκαιο ius soli s αποδίδει την ιθαγένεια βάσει του τόπου γέννησης ενώ το ius sanguinis βάσει της εθνικότητας των γονέων.
[9] Εκμάθηση Γλώσσας Μειονοτήτων Μεταναστών
[10] Ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν εξασφαλίζεται συνεχιζόμενη ασφάλεια ως προς τη διαμονή. Παρά την έλλειψη πληροφόρησης ή σωστών ερευνών, ο γράφων γνωρίζει περιπτώσεις μεταναστών που παρά το γεγονός ότι διέμεναν νόμιμα στη χώρα επί δεκαετίες, δεν μπόρεσαν να ανανεώσουν τις ετήσιες άδειες διαμονής τους.
[11] Δυστυχώς, η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία δεν απευθύνθηκε σε ειδικούς της μετανάστευσης και της αγοράς εργασίας πριν καταρτίσει τα ερωτηματολόγια της απογραφής, και δεν αναφέρει τη δραστηριότητα της "οικιακής βοηθού" ως την κυριότερη δραστηριότητα ανάμεσα στις μετανάστριες. Συνεπώς, αυτή η κατηγορία των "Διαφόρων" περιλαμβάνει θεωρητικά οικιακές βοηθούς, δασκάλες και καθηγήτριες, πόρνες, κλπ.
[12] Ασφάλιση για τουλάχιστον μία ημέρα του υπό εξέταση έτους.
[13] Πρόσφατα, αυτή η ανεπίσημη πρακτική έγινε νόμος.
[14] TAXIS, Υπουργείο Οικονομικών. Πηγή: Ημερησία, 26/1/01. Δεν κατέστη δυνατό να βρεθούν πιο πρόσφατα στοιχεία.
[15] Δημόσια Επιχείρηση Πολεοδομίας Οικισμού και Στέγασης
[16] Αναφέρεται ιδιαίτερα υψηλός αριθμός "αναλφάβητων" από αναπτυγμένες χώρες, γεγονός που δείχνει ότι η ερώτηση αυτή ερμηνεύθηκε ως ερώτηση σχετικά με τη γνώση της Ελληνικής γλώσσας.
[17] Ινστιτούτο Παιδείας Ομογενών και Διαπολιτιστικής Εκπροσώπησης
[18] Για μία λεπτομερή αναφορά αυτών των συμβάντων βλ. Baldwin-Edwards (2003). Το 2003 αναφέρθηκαν 6 περιπτώσεις αλλοδαπων παιδιών που πέτυχαν τις υψηλότερες επιδόσεις στα αντίστοιχα σχολεία τους.
[19] Διαπανεπιστημιακό Κέντρο Αναγνωρίσεως Τίτλων Σπουδών της Αλλοδαπής
[20] Τα προγράμματα προσφέρονται μέσω οργανισμών όπως η ΕΡΓΟΝΟΜΕΚ και το Ίδρυμα Κοινωνικής Εργασίας (Λεβέντηςs, 2004).
[21] Κατά κύριο λόγο αυτές που συμμετέχουν στο πρόγραμμα EQUAL των Μεταναστών στην Ελλάδα, του Ιδρύματος Λαμπράκη.
[22] Την εξαίρεση αποτελεί ο Νομός Θράκης, όπου σύφωμα με τη Συνθήκη της Λωζάννης (1922) ισχύουει ειδικό καθεστώς που επιτρέπει στην Τουρκόφωνη μεινότητα να προσεύχεται κατά τη Μωαμεθανική παράδοση.
[23] Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τον Ρατσισμό και την Έλλειψη Ανεκτικότητας, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου